United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ το λοιπόν επίστευσα βέβαιον τον θάνατόν μου, και δεν ημπορούσα κατά αλήθειαν να καρτερώ άλλον πλέον γλυκύτερον από αυτόν. Εμπήκεν ο εξωτικός με ένα πρόσωπον θυμώδη, εκρατούσεν εις το χέρι του ένα λωστόν από τζελίκι, και είχε το κορμί του πολλά γιγαντιαίον.

Σύρε το λοιπόν εις τον θάνατον, του απεκρίθη ο Οφφικιάλλος με θυμόν, επειδή και δεν ακούεις το συμφέρον σου· και ούτω τον άφησε και εμπήκεν εις το παλάτι. Και εκεί που έμβαινεν άκουεν άλλους να λέγουν, πόσον ωραίον είνε τούτο το βασιλόπουλον, και αμαρτία είνε να αποθάνη έτσι αδίκως. Τέλος πάντων ο Καλάφ έφθασεν εκεί που ο Βασιλεύς έστεκε και έδιδε ακρόασιν του λαού.

Εγώ μην έχοντάς τον τρόπον διά να φύγω, επειδή και η τριχιά ήτον εις τον άλλον οντάν, επήγα και εκρύφθηκα υποκάτω εις το θρονί· και η Δαρδανέ επήγε και άνοιξε την θύραν και ευθύς εμπήκεν ο Σουλτάνος με πλήθος ευνούχων και δούλων και ωσάν την είδεν εφώναξεν· ω δυστυχισμένη, ποίος άνθρωπος ευρίσκεται εδώ μαζί σου; οι φύλακες του παλατίου μου είδαν πως ανέβη ένας εδώ και εμπήκεν από το παραθύρι.

Ενώ εζητούσε να με ησυχάση, άνοιξεν η πόρτα κ' εμπήκεν ένας μισόκοπος καμαρωμένος και γελαστός, με ώμορφη χωρίστρα, με μόσχο εις το μαντύλι και χείλια χονδρά σαν αράπης. Ο συνταγματάρχης τον έκραξε σιμά του, άρχισαν να κρυφομιλούν, κ' έπειτα γυρίζει και μου λέγει· «Πήγαινε απόψε στας πέντε να εύρης τον κύριον δημοτικόν σύμβουλον, που έχει θέσι για σένα». Φαντάζεσαι ό'τι δεν έλειψα.

Μίαν ημέραν δε ανάμεσα με τους άλλους εμπήκεν ένας άνθρωπος πολλά ευγενής, ο οποίος είπε πως ήτον Οφφικιάλος του Βασιλέως· αυτός ωσάν έλαβε την περιέργειαν διά να τους ιδή, με γενναιότητα τους επρόσφερεν από καλωσύνην του τον εαυτόν του εις κάθε εκδούλευσίν τους και πρόσταγμα, και έκαμε τόσον αυτός, που τους υποχρέωσε διά να τον πάρουν εις καλήν υπόληψιν.

Και έτσι λέγοντας έβγαλε το σπαθί του και επήγε και εμπήκεν εις το παλάτι της μάγισσας. Ύστερον από τον μισευμόν του, η βασιλοπούλα με την βάγια της αγροικούσαν μίαν μεγάλην θλίψιν και φόβον μην ηξεύροντας τι θέλει είνε το γραπτόν τους· και έντρομες εκαρτερούσαν διά να ιδούν το αποβησόμενον, ή της ευτυχίας, ή της δυστυχίας του.

Ως τόσον ο Καλάφ γυριζόμενος εις το σπήτι του εμπήκεν εις διαφόρους λογισμούς, στοχαζόμενος τες νουθεσίες που του έγιναν από τον βασιλέα και από τους άλλους διά να μην έμβη εις τέτοιον κίνδυνον· μα τέλος πάντων ενικήθη από τον έρωτα που τον είχε λαβώση, ή να αποθάνη ή να θριαμβεύση, με το να εθαρρεύονταν εις την πολυμάθειαν που και αυτός είχεν εις κάθε λογής επιστήμην.

Μα πώς ημπορώ, απεκρίθηκα, εγώ, να λάβω αυτήν την φήμην, και να κερδίσω την ευλάβειαν εκεί; Άλλο δεν θέλεις κάμει, μου είπεν εκείνη, παρά να ακολουθήσης με προσοχήν εκείνο που θέλω σε διατάξει. Και έτσι λέγοντας, εμπήκεν εις τον χοντζερέ της, και ευθύς εγύρισε με μίαν γαράφαν εις το χέρι γεμάτην νερόν.

Μα η ευχαρίστησις που είχα διά την ενέργειαν που ακολούθησεν ευτυχισμένα, εμετεστράφη ογλήγορα εις τόσον πόνον. Επειδή και ευθύς που το πνεύμα μου εμπήκεν εις το κορμί της ελάφου, ο άνομος και επίβουλος Δερβύσης έκαμε να περάση το εδικόν του εις το κουφάρι μου και ωσάν έλαβε την μορφήν μου, ευθύς παίρνει το δοξάρι μου και το ετέντωσε να με σκοτώση.