United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βέβαια απεκρίθη η Ρεσπίνα, ο Ουρανός δεν αφίνει απαιδεύτους τους κακοποιούς· μα εποθούσα δια ησυχίαν μου εάν ήτον βολετόν ότι ο άνδρας μου να ήθελε ημπορέση να έλθη εις φως δια την αθωότητά μου και να ήθελε γνωρίση την παράνομον σκληροκαρδίαν του Ραβά, που προς εμένα έδειξεν· ετούτη είναι η μεγαλύτερη χάρις, που πάντα παρακαλώ τον ουρανόν να μου την κάμη, και ύστερον είμαι ευχαριστημένη να αποθάνω.

Μα Αμπουλβάρ εφέντη, του είπεν ο Βεδρεδίν ύστερον από τόσα συμβάντα και εναντία είσαι όμως τέλος πάντων αναπαυμένος, και ευχαριστημένος; χαίρεσαι εσύ μίαν τελείαν ευτυχίαν; είναι πολύς καιρός που εγώ υπάγω γυρεύοντας έναν άνθρωπον ευτυχισμένον και ευχαριστημένον και έχω μεγάλην χαράν, που ηύρα εκείνο που εποθούσα εις του λόγου σου και δεν έχασα τες ελπίδες μου που να μην τον εύρω· Οι σύντροφοί μου, ακολούθησε να λέγη, θέλουν να πουν ότι δεν είναι άνθρωπος επάνω εις την γην, που να μην του λείψη κάποιον πράγμα το οποίον θα ημπορέση να τον κάμη καθολικά ευχαριστημένον· όσον διά λόγου μου τους απέδειξα το εναντίον και ευχαριστώ τον ουρανόν, που τους έβγαλα από την πλάνην τους, επειδή και ύστερον από όλα αυτά που μας εφανέρωσες δεν ήθελαν αμφιβάλλουν, ότι εσύ δεν είσαι τελείως ευτυχέστατος.

Τότε της έβαλετον νουν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης, εις τους μνηστήραις να φανή, 'ς τον πόθο τους αέρα 160 να δώση μεγαλήτερον, και σεβαστή να γείνητον άνδρα της και τον υιόν, καλήτερ' από πρώτα. κ' έκαμε γέλοιον άκαιρο κ' είπε της Ευρυνόμης• «Θέλ' η ψυχή μου ό,τι ποτέ δεν θέλησ', Ευρυνόμη, εις τους μνηστήραις να φανώ, και ως είναι μισητοί μου• 165 και λόγον χρήσιμον να ειπώ τον τέκνου μου εποθούσα. να μη σιμόνη πάντοτε τους προπετείς μνηστήραις• εκείνοι λέγουν εύμορφα και ολέθρια κρύβει ο νους των».

Ήτον αυτός ένας άνθρωπος πολλά φρόνιμος και πεπαιδευμένος εις τα πάντα, και το περισσότερον που μου άρεσεν εις αυτόν ήτον που ότι εποθούσα, και ότι ήθελα, δεν μου εναντιώνονταν, αλλά έκανε κάθε τρόπον που να ευχαριστήση την κλίσιν μου· και με τούτον τον τρόπον που με εφέρνονταν με εμένα, απόκτησα το θάρρος μου, και κάθε μου απόκρυφον εις αυτόν το εξεμυστηρευόμην.

Αυτά 'πε, κ' έστρεψεν ευθύςτην κατοικιά του Άδη• εγώτον τόπον έμενα, μην κάποιος έλθη ακόμη, εκείνων, οπού απέθαναν το πάλαι, ανδρών ηρώων. και τους αρχαίους θα 'βλεπα τους άνδραις, 'που εποθούσα, 630 τέκνα τρισένδοξα θεών, Πειρίθοον και Θησέα. αλλ' άπειρα εσυνάζονταν των πεθαμένων πλήθη, με αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, μην της Γοργώς την κεφαλή, τέρας φρικτό, μου στείλη του Άδη από την κατοικιάν η θεία Περσεφόνη. 635το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα, να 'μπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν• ανεβήκαν αυτοί κ' ευθύς εκάθισαν και το καράβι εκύλατον ποταμόν Ωκεανόν, ως το 'φερνε το ρεύμα, με τα κουπιά, και το 'σπρωξε πρύμος κατόπι ωραίος. 640

Τότε στην ευτυχισμένη μου άγνοια εποθούσα τον άγνωστο κόσμο, όπου περίμενα για την καρδιά μου τόση τροφή, τόσην απόλαυση, για να γεμίσω και να ευχαριστήσω το ορμητικό και από πόθους κινούμενο στήθος μου και τώρα ξαναγυρίζω από τον απέραντον κόσμον — ω φίλε μου, με πόσες διαψευσμένες ελπίδες, με πόσα καταστραφέντα σχέδια!

Η Γαντζάδα βλέποντάς με έτσι συγχισμένον χωρίς να ομιλήσω εκατάλαβε πως δεν εποθούσα εκείνο που αυτή μου επρόβαλεν.

Δεν ηξέρω τάχα, φίλε, όταν στον Άδη κάτω θ’ αραξοβολούσα, με ποια μάτια θενά ’βλεπα μάνα ή πατέρα, που και στους δυο τα πιο δεινά κακά έχω κάμει, που δεν είν’ άξια τους ποινή ουδ’ η κρεμάλα. Όμως την όψι των παιδιών μου θα εποθούσα να ’βλεπα, κι ας γεννήθηκαν κριματισμένα.

Η βασιλοπούλα δεν έλειψε που να δώση πίστιν και εις ετούτο το ψεύμα, και ούτω με την ευγλωττίαν μου της εσήκωσα κάθε υποψίαν, και εχαρήκαμε καθώς εποθούσα και εκείνην την νύκτα. Εβγήκα πάλιν από το παλάτι εις το τέλος της νυκτός διά τον φόβον να μην ξεσκεπασθώ, ότι εγώ είμαι ένας ψευδοπροφήτης. Εξαναγύρισα πάλιν την ερχομένην νύκτα.