Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Εκείνη, ήκουεν, όπως θα ήκουε τον ήχον αυλού ελληνικού ή κιθάρας, μουσικήν αλλόκοτον ήτις εισεχώρει εις τα ώτα της, έφλεγε το αίμα της και επλήρου την καρδίαν της με αδυναμίαν, με φόβον ως και με υπερφυά χαράν. Η Λίγεια ύψωσε προς τον Βινίκιον τα βλέμματά της ως να εξύπνα εξ ονείρου.
Η Ψυχή απεκοιμήθη βαθμηδόν, αλλ' όνειρα δεν είδε πλέον. Πόσην ώραν εκοιμήθη ; εις τίνος νυμφίου εκοιμήθη τας αγκάλας; ουδ' αυτή το ήξευρεν, ότε εξύπνησε. Τούτο μόνον είδεν, ότι φαιδρόν και θάλπον φως επλήρου τον κοιτώνα της, και ότι ήτο μόνη. Ο μυστηριώδης εκείνος κοιτών, όπου τόσον παράδοξου διήγαγε νύκτα, απήστραπτεν ήδη όλην αυτού την λαμπρότητα υπό το φως του ηλίου.
Και επόθει μάλιστα πολύ να την ιδή ανάπτουσαν τα κανδηλάκια και θυμιώσαν τον ναόν και αυτόν ακόμη. Η χαρά η αθάνατος, η οποία επλήρου τον ναΐσκον όλον τας νυκτερινάς εκείνας ώρας, τον έκαμε να μη λυπήται πλέον διά τον θάνατον, και να πιστεύη ότι οι Δίκαιοι θνήσκοντες ζώσιν εις τον αιώνα.
Προσεπάθει τώρα να συνενώση και ταξινομήση τας συγκεχυμένας ιδέας του. Ησθάνετο ανακούφισιν και η νίκη, την οποίαν είχε καταγάγει καθ' εαυτού, τον επλήρου θάρρος. Του εφαίνετο ότι είχε κάμη μέγα βήμα διά να προσεγγίση εις την Λίγειαν και ότι θα αντημείβετο ούτως ή άλλως.
Και εκβαλών την καπνοσακκούλαν του επλήρου μικρόν τσιμπουκάκι μεθ' υπομονής και φιλοκαλίας θεργιακλή. — Όντας εναυαγήσαμε πάλι 'ς το Ασπρονήσι, απόξω από την Σκιάθο; Ωχ! μωρέ γυιε μου, κάτι κύματα! . . . Βουνά τα ωργισμέγα. Και νύχτα! Πίσσα! Και χιονιάς! Κατεβαίναμε φορτωμένοι, από τον Ποταμό, γέννημα για τον Περαία, με διαταγή! Ωχ, μωρέ γυιε μου, και να σε είχα μέσα εκείνη τη βραδειά!
Με την ανατολήν του ηλίου είχεν απολύσει πλέον η θεία Μυσταγωγία. Άρωμα μυστικόν, η ευωδία της τελεσθείσης ιερουργίας, επλήρου τον ναΐσκον. Λείψανα λαμπάδων και κηρίων έφεγγον ακόμη επί των ξυλίνων μανουαλίων.
Ο δε Κυρ Γιάννης, παραλαβών ημάς και τυλίξας εντός κοκκίνου ρινομάκτρου, κατέβη ανά δύο τας βαθμίδας της κλίμακος και εξήλθεν εις την οδόν, ψιθυρίζων μετά τινος στεναγμού. — Όπου είνε τα πολλά πάνε και τα λίγα. Μετά τινας στιγμάς, υπό μάλης πάντοτε του Κυρ Γιάννη φερόμεναι, ευρέθημεν εν τω μέσω τριόδου, ην επλήρου πυκνός και πολυτάραχος ανθρώπων όμιλος.
— Διά τον Θεόν, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα! Και ο απαίσιος ήχος της φωνής αυτού, ήχος, ον θα ενόμιζέ τις εξελθόντα εκ βαθέος τινός τάφου μάλλον παρά εκ στόματος ανθρώπου, ετάραξε τόσον τα νεύρα μου, ώστε όταν ερρίφθην εις τας αγκάλας της προσδραμούσης μητρός μου, δεν ηξεύρω οποίον παράξενον κράμα βδελυγμίας και οίκτου επλήρου την καρδίαν μου.
Η παρουσία του εις την ήρεμον εκείνην οικογενειακήν εστίαν επλήρου αυτήν ευδαιμονίας και μακαριότητος. Η ώρα της πάλης, η ώρα της ρομφαίας, η ώρα καθ' ην πολλοί εν Ισραήλ έμελλον ν' ανυψωθούν ή να πέσουν εξ αιτίας του, η ώρα ότε αι σκέψεις πολλών καρδιών έμελλον ν' αποκαλυφθούν, η ώρα κατά την οποίαν η βασιλεία των ουρανών επέπρωτο να υποστή την βίαν, δεν είχεν ακόμη σημάνει.
Τα ώτα μου επλήρου αλλόγλωσσος και αλλόθρους βόμβος ως από μελισσώνος «μελισσάων αδινάων», βόμβος του κάτω κόσμου, οπού οι κευθμώνες των νεκρών και των κολασμένων, τα πένθιμα «λαγούμια», κατά την ζωηράν εικόνα ενός φίλου μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν