United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιδέ την το άνθος που λαχτάριζες, το 'μάδησεν εκείνος· ο Χάρος κληρονόμος μου, γαμβρός μου είν' ο Χάρος Αυτός εστεφανώθηκε την κόρην μου· και τώρα θα ξεψυχήσω, κ' εις αυτόν θ' αφήσω ό,τι έχω. Και η ζωή μου και το παν ανήκουν εις τον Χάρον! ΠΑΡΗΣ Τόσον καιρόν επρόσμενα να έλθη τούτ’ η 'μέρα, κι' αυτό το θέαμα εδώ μου έμελε να φέξη! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Κατηραμένη, άτυχη, πικρή και μαύρη 'μέρα!

το τόξο με υπερέβαινεν ο Φιλοκτήτης μόνος, ότ' οι Αχαιοί τοξεύαμετα μέρη της Τρωάδας. 220 αλλά θαρρώ 'π' ανώτερος είμαι πολύ των άλλων, όσοι θνητοί σιτόθρεπτοιτην γην υπάρχουν τώρα. να μάχωμαι δεν ήθελα με τους αρχαίους άνδραις, τον Ηρακλή, τον Εύρυτον από την Οιχαλία, οπούτα τόξα επάλαιαν και μες τους αθανάτους. 225 όθεν και ο μέγας Εύρυτος τον χάρον είδε νέος• εκείνον εθανάτωσεν ο Φοίβος ωργισμένος ότι τον επροκάλεσετου τόξου τον αγώνα. και με τ' ακόντι φθάνω κει, 'π' άλλου δεν φθάνει βέλος•τα πόδια μόνον μη κανείς φοβούμαι των Φαιάκων 230 εμέ περάση• ότι πολύ μ' έχει δαμάσ' η ζάλη μες τα πολλά τα κύματα, και, αφού μες το καράβι μου 'λειψε η περιποίησι, τα μέλη μου ελυθήκαν».

ΣΑΜΨΩΝ Έξω τα σπαθιά, αν είσθε παλληκάρια! — Γρηγόρη, μη ξεχνάς την σπαθιάν οπού σ' έμαθα. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ, σύρων το ξίφος. Σταθήτε, ανόητοι! Κάτω τα σπαθιά! Δεν ηξεύρετε τι κάμνετε! ΤΥΒΑΛΤΗΣ, εφορμών με τα ξίφος εις την χείρα. Με τούτα τ' άκαρδα σκυλιά τι παίζεις το σπαθί σου; Γύρνα εδώ, Μπεμβόλιε, κι’ αντίκρυσε τον Χάρον.

Ήτο διά τούτο ο φθόνος των εχθρών και το καύχημα της οικογενείας ολοκλήρου. Επί εκατόν και πλέον έτη μετέβαινεν από πατέρα εις υιόν, ως ιερά οικογενειακή παράδοσις, εξακολουθούν να τρέφεται με πυρίτιδα και σφαίρας και να στέλλη αδιακόπως τον εμφωλεύοντα εις τα στήθη του Χάρον αμείλικτον εις τους εχθρούς.

Τινές μάλιστα είπον ότι επίτηδες είχον κτίσει οι δύο σύζυγοι τους τάφους εκείνους τους ανοικτούς, διά να ξεγελάσουν τον θάνατον και διά να εξορκίσουν τον Χάρον . . .

Απάντησ' ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου• «Απ' την πατρίδα μ' έφυγα κ' εγώ, 'πώχω φονεύσει εντόπιον• κ' είναι αυτάδελφοι πολλοί και συγγενείς του 'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι. αφού τον χάρον απ' αυτούς επρόφθασα να φύγω 275 ζορίζομαι, ως μου μέλλονταντον κόσμο να πλανώμαι. εξόριστος σού πρόσπεσα και πάρε μετο πλοίο, μη με φονεύσουν κ' ήδη αυτοί, θαρρώ, με κατατρέχουν».

Ω χείλη, εσείς, ω θύραις της πνοής, μ' ένα σεμνόν φιλί σας σφραγίσετε το πάκτωμα, που κάμνω με τον Χάρον! Έλα, πικρέ μου οδηγέ, τον δρόμον να μ' ανοίξης. Απελπισμένε ναύκληρε, ω! έλα να συντρίψης ‘ς τους βράχους το καράβι μου το θαλασσοδαρμένον! Καλώς σε ηύρα αγάπη μου! Πιστέ φαρμακοπώλη, το ιατρικόν σου δεν αργεί. — Μ' ένα φιλί ‘πεθαίνω.