United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αρχηγόν δε και διδάσκαλον εις τας τοιαύτας τερατολογίας έχουν τον Ομηρικόν Οδυσσέα, όταν διηγήται εις τα ανάκτορα του Αλκινόου την δουλείαν των ανέμων και ομιλή περί μονοφθάλμων ωμοφάγων και αγρίων ανθρώπων, προσέτι δε περί ζώων πολυκεφάλων και μεταμορφώσεώς των συντρόφων του διά μαγειών και περί άλλων πολλών τοιούτων, με τα οποία εκίνησε τον θαυμασμόν των αφελών και ευπίστων Φαιάκων.

Κ' ευθύς ταις καλοπλέξουδες επρόσταξε παρθέναις• «Σταθήτ' εδώ, θεράπαιναις• γιατ' είδετ' έναν άνδρα, πού φεύγετε; κάποιος εχθρός φοβείσθ' ότ' είναι τούτος; 200 άνδρας δεν είναι φοβερός, ούτε ποτέ θα υπάρχη, να 'λθη να φέρη πόλεμοτην χώρα των Φαιάκων• ότι είμασθεν αγαπητοί πολύ των αθανάτων, και μες την άγρια θάλασσαν ύστεροι κατοικούμε, ουδέ μ' ημάς συγκοινωνεί κανένας των ανθρώπων. 205 αλλ' ήλθε αυτός ο δύστυχος πλανώμενος 'δω πέρα• πρέπει να τον ξενίσουμεν• ότι έρχονται απ' τον Δία πτωχοί και ξένοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο. αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό, του ξένου, και λούστε αυτόντον ποταμό, 'ς ανάνεμη γωνία». 210

Ημέραις έπλεε δεκαεπτά, καιτην δεκάτη ογδόη τα ισκιωμένα εφάνηκαν τα όρη των Φαιάκων, της γης, οπού εγγυτότερηντον δρόμο του απαντούσε• 280 και ωσάν ασπίδα εφαίνονταντα σκοτεινά πελάγη. κ' έστρεφε απ' τους Αιθίοπαις ο μέγας κοσμοσείστης, και αυτόν μακρόθ' εξάνοιξεν απ' τα όρη των Σολύμων, οπ' έπλεετην θάλασσα, και ωργίσθη ακόμη πλέον. την κεφαλήν εκίνησε και μόνος είπε• «Ω Θε μου! 285 άλλα οι θεοί βουλεύθηκαν ως προς τον Οδυσσέα, ενώ ήμουντους Αιθίοπαις• κ' ιδού, 'που των Φαιάκων εκείνος έγγιξε την γη, 'που η μοίρα του εκεί θέλει το μέγα δίκτυ του κακού να φύγη, οπού τον έχει. αλλά θαρρώ 'π' ακόμη εγώ θα τον χορτάσω πάθη». 290

Και ενώ έβλεπα τόσους σκελετούς συσσωρευμένους και όλους ομοίους, οι οποίοι είχον το βλέμμα κενόν και φοβερόν και εδείκνυον τους οδόντας χωρίς χείλη, εσκεπτόμην με απορίαν πώς είνε δυνατόν να διακρίνω τον Θερσίτην από τον ωραίον Νιρέα ή τον επαίτην γέρον από τον βασιλέα των Φαιάκων ή τον μάγειρον Πυρρίαν από τον Αγαμέμνονα• διότι δεν διετήρουν κανέν από τα παλαιά γνωρίσματα, αλλ' ήσαν όμοια τα κόκκαλα, αγνώριστα και χωρίς κανέν διακριτικόν σημείον, και κανείς δεν ηδύνατο να τα διακρίνη.

Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 225 «Όλην θα μάθης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια• εδώ καράβι μ' έφερε των ναυτικών Φαιάκων, οπού τους ξένους προβοδούν, όσοιαυτούς προσφύγουν. με γοργό πλοίο μ' έφεραν γλυκαποκοιμημένον, καιτην Ιθάκη μ' έθεσαν μαζή με λαμπρά δώρα, 230 χρυσά πολλά και χάλκινα και υφάσματα περίσσα• και εις κάποιον άντρο εφύλαξεν εκείνα βουλή θεία, τώρα ως μ' εδίδαξ' η Αθηνάτούτο το μέρος ήλθα, ως προς τον φόνο των εχθρών αντάμα να σκεφθούμε. κ' έλ' απαρίθμησε ρητώςεμένα τους μνηστήραις, 235 να μάθω εγώ πόσ' είναι αυτοί και ποιος καθένας είναι. και τότε μες την άπταιστη ψυχή μου θα μετρήσω εάν θε να 'μασθ' αρκετοίαυτούς ν' αντιταχθούμε, όχι με άλλους, μόνοι μας, ή θα ζητήσουμ' άλλους».

Οι δε Κορίνθιοι εδέχθησαν την αίτησίν των φρονούντες ότι είχον τοιούτο δικαίωμα, καθότι ενόμιζον ότι η αποικία ήτο ιδική των όσον και των Κερκυραίων, εν ταυτώ δε και ένεκα μίσους προς τους Κερκυραίους, οίτινες τους παρημέλουν καίπερ όντες άποικοι αυτών· διότι ούτε εις τας κοινάς πανηγύρεις έδιδον τα συνηθιζόμενα δώρα ούτε δι' ανδρός Κορινθίου ήρχιζον τας θυσίας, όπως έπραττον αι άλλαι αποικίαι, αλλά τους περιεφρόνουν, διότι ήσαν κατ' εκείνον τον χρόνον επίσης πλούσιοι όσον οι ευπορώτατοι των Ελλήνων, και κατά τας πολεμικάς παρασκευάς δυνατώτεροι, καυχώμενοι ενίοτε ότι πολύ υπερείχον και κατά το ναυτικόν και διότι η Κέρκυρα είχε κατοικηθή προγενεστέρως υπό των Φαιάκων φημιζομένων περί τα ναυτικά.

Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν• άφωνοι έμειναν όλοι, και μόνος ο Αλκίνοος απάντησέ του κ' είπε• 23δ «Όσα είπες, ξένε, λυπηράεμάς ποσώς δεν είναι• αλλά να δείξης βούλεσαι την αρετή σου εις όλους, τι ωργίσθης 'πουτην σύνοδο σ' έχει προσβάλει εκείνος, ώςτε κανένας εις το εξής να μη κατηγορήση την αρετή σου, αν έχη νου και μέτρον εις τους λόγους. 240 άκουσε τώρα ό,τι θα ειπώ, να 'χης να τ' αναφέρης και εις άλλον ήρωα σπίτι σου, οπόταντο τραπέζι, με τα παιδιά σου ολόγυρα και με την σύντροφόν σου, την αρετή μας θυμηθής, όλα τα έργα εκείνα, όσα κ' εμάς προγονικά διώρισεν ο Δίας. 245 ότι καλοίτο γρόνθισμα δεν είμασθ' ή 'ς την πάλη, αλλάτο τρέξιμο γοργοί κ' εξαίρετοιτα πλοία. και μας αρέσουν οι χοροί, η τράπεζα, η κιθάρα, η αλλαξιαίς, τα χλιαρά λουσίματα και η κλίναις. και τώρα ελάτε, οι χορευταίς οι κάλλιοι των Φαιάκων, 250 χορεύτε, όπως ο ξένος μας ειπή των ποθητών του, σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων, 'ς τ' αρμένισμα, εις τον χορό, 'ς τα πόδια, 'ς το τραγούδι. και την κιθάρα την γλυκειά, 'που κάπου είναιτο δώμα, κάποιος να πα να φέρη ευθύς εδώ του Δημοδόκου». 255

Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστόςόλους εφάνη ο λόγος. τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν• και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20 τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν• κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου• και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη, του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25 και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος, λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέαςτον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του, πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30 και ως είναι ο δείπνος ποθητόςαυτόν 'πώχει ολημέρα δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανότο νειάμ' αλέτρι• με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται, και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν• παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35 και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας. ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40 προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου• και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45 κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».

Και τούτο ευθύς άμ' άκουσεν ο σείστης Ποσειδώνας προς την Σχερίαν κίνησε, την χώραν των Φαιάκων, 160 κ' έμενε αυτού• κ' ήδη σιμά με ορμή πολλή το πλοίο έφθανε• το πλησίασεν ευθύς ο κοσμοσείστης, με την παλάμη το 'κρουσε κ' έγειν' εκείνο λίθος, και ως εις τα βάθη ερρίζωσε• και αυτός απομακρύνθη.