Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• ύπνον γλυκόν της έχυσε, και η κόρη του Ικαρίου πλάγιασε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν. εις τον κλιντήρα• και η θεά δώρ' άφθαρτα, η μεγάλη, 190 της έδιδ', ώστ' οι Αχαιοί να την περιθαυμάσουν. μ' αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ' ωραίο πρόσωπό της, μ' αυτό 'που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη, όταν 'ς τον πρόσχαρο χορό θε να 'μπη των χαρίτων. την έκαμε υψηλότερη, τρανώτερη 'ς την όψι. 195 και από σχιστόν ελέφαντα λευκότερην ακόμη. και τούτ' άμ' εκάμ' η θεά, κείθ' έφυγε, η μεγάλη. έφθασαν απ' το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, και απ' την φωνή τους άφησεν αυτήν ο γλυκός ύπνος• έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπό της κ' είπε• 200 «Ύπνος 'που μ' ηύρε μαλακός την αναστεναγμένη! μαλακόν θάνατον εδώ να μώδιδε η παρθένα Άρτεμις, να μη τήκεται 'ς τους θρήνους η ζωή μου, ενώ ποθώ ταις αρεταίς οπ' ήταν στολισμένος ο αγαπητός μου σύντροφος, των Αχαιών ο πρώτος». 205
Έμοιαζα μ' ένα γερό βαπόρι που έχει τους φούρνους αναμένους, τα λεβέτια ζεστά, γεμάτον τον ατμό και δεν τολμά μηδέ κύμα μηδ’ άνεμος να του κόψη τον δρόμο. Ως τα προχθές που έλαβα το τελευταίο γράμμα στην Πόλη. Μόλις εδιάβασα πως έγινε και της Ρούσας ο γάμος ελύθηκαν ευθύς τα ήπατά μου.
'ς το τόξο με υπερέβαινεν ο Φιλοκτήτης μόνος, ότ' οι Αχαιοί τοξεύαμε 'ς τα μέρη της Τρωάδας. 220 αλλά θαρρώ 'π' ανώτερος είμαι πολύ των άλλων, όσοι θνητοί σιτόθρεπτοι 'ς την γην υπάρχουν τώρα. να μάχωμαι δεν ήθελα με τους αρχαίους άνδραις, τον Ηρακλή, τον Εύρυτον από την Οιχαλία, οπού 'ς τα τόξα επάλαιαν και μες τους αθανάτους. 225 όθεν και ο μέγας Εύρυτος τον χάρον είδε νέος• εκείνον εθανάτωσεν ο Φοίβος ωργισμένος ότι τον επροκάλεσε 'ς του τόξου τον αγώνα. και με τ' ακόντι φθάνω κει, 'π' άλλου δεν φθάνει βέλος• 'ς τα πόδια μόνον μη κανείς φοβούμαι των Φαιάκων 230 εμέ περάση• ότι πολύ μ' έχει δαμάσ' η ζάλη μες τα πολλά τα κύματα, και, αφού μες το καράβι μου 'λειψε η περιποίησι, τα μέλη μου ελυθήκαν».
Τρεις μήνους ήταν άρρωστος, τρεις μήνους κοιτασμένος. Σάπηκαν τα γελέκια του, έρρεψε η λεβεντιά του, Τώφαε η αρρώστεια το κορμί, κ' ελύθηκαν οι αρμοί του. Τα δυο τα σταυραδέρφια του τον εγιατρολογούσαν Με ρίζες, μ' αγριοβότανα, με σταυρωμούς, με ξόρκια.
Είχα καταντήσει σαν τον Άγιο Ηλιά που επήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη τα βουνά, ζητώντας κατοικία εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν ούτε τ' όνομά του. Ούτε να την ιδή ούτε να την ακούση πλέον ήθελε. Παρόμοια κ' εγώ. Ούτε τ' όνομά της ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν πλέον για μένα μυστικά· τα μάγια ελύθηκαν. — Σύμφωνοι· του είπα· έχεις το λόγο μου.
Και αυτού 'ς τ' ανώγ' η φρόνιμη κείτονταν Πηνελόπη, χωρίς φαγί, χωρίς πιοτό, πολύ συλλογισμένη, αν ο υιός της ο καλός τον χάρο θα ξεφύγη, ή θα του πάρουν την ζωήν οι απόκοτοι μνηστήρες. 790 και όσα λεοντάρι μεριμνά, πολλών 'ς την μέση ανθρώπων, φοβούμενο, 'που δολερόν τού 'συραν γύρω κύκλον, τόσα ενώ συλλογίζονταν, γλυκός την πήρεν ύπνος, κ' έπεσε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν