Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Εσύ όμως να θυμάσαι, Έφις: το κτηματάκι το θέλω εγώ…Το μαρτύριο κράτησε σ’ όλο τον δρόμο, μέχρι που ο Έφις, περισσότερο κουρασμένος από το αν είχε πάει με τα πόδια, γλίστρησε από τα καπούλια και τράβηξε κάτω το δισάκι.

Εσύ· εσύ και κανείς άλλος. — Εγώ λοιπόν το θέλω. — Δε φτάνει· χρειάζονται κι' άλλα ακόμα. Έχεις ν' απαντήσης πολλές δυσκολίες. Την πρόληψη, την παράδοση, τα συμφέροντα, τη φτωχοπερηφάνεια, και τόσα άλλα. Κ' είνε κάτι στοιχειά! φοβερώτερ' από κείνα που λεν τα παραμύθια μας. Θυμάσαι το σκλαβάκι; Δίχως το σκλαβάκι δε θα κέρδιζε ποτέ την Όμορφη του Κόσμου το βασιλόπουλο.

Σαν να μη ήθελε να πονέσης εις τον υστερνόν σου εκείνον μισεμόν. Σαν νάξευρεν ότι για τελευταία φορά σε έβλεπε, και ήθελε με χαρά να σ' αποχαιρετίση, για νάχης για πάντα ως ευχή της, την χαρά. Την είδες! την θυμάσαι! Ελαβε δύναμιν, σαν από άνωθεν. Εσηκώθη επάνω, οπού είχε μήνες να σηκωθή από το στρώμα, και σου έσφιξε το χέρι και σ' εφίλησε: — Στο καλό, παιδί μου! την ευχή μου, παιδί μου!

Δεν θυμούμαι τίποτε. — Ήσουν πολύ μικρή τότε. — Δεν θυμούμαι. — Και όμως, είπε βιάζουσα την γλώσσαν η Σιξτίνα, διότι ησθάνετο δυσκολίαν όπως κινή αυτήν, αν και ήσουν μικρή, έπρεπε να θυμάσαι. — Διατί; — Διότι έκαμες εις τα χέρια μου. — Πώς; — Έζησες καμπόσους μήνας σιμά μου. — Εγώ; — Ναι. — Πότε; — Εις εκείνον τον καιρόν. — Πού; — Σοι το είπα, εις την Ρόδον. Η νεάνις εκίνησε τους ώμους.

Εσυλλογούμουν και την πρώτη μου κόρη που εμεγάλωνε και έπρεπε να της ετοιμάσω προίκα. Ενώ είχα αυτήν την συλλογή, έτυχε να γείνουν εκλογές και να έλθη να ζητήση τους ψήφους μας ένας Αθηναίος συνταγματάρχης, που είχε κάμη πολλά χρόνια εις τη Σύρα νομομηχανικός. Ευγήκε σε περιοδεία εις τα χωριά, και ένα πρωί εξεφύτρωσε με δυο φίλους του εις το περιβόλι μου. Θυμάσαι που τότε ήμουνα λεβέντης.

Μα αν κάθουμουν, παιδί μου, μέσα στο κελλί μου μέρα και νύκτα, θα μέπαιρνε και μένα στα νύχια της η Ακαμωσιά, καθώς πήρε τον παπά Νικηφόρο της Πίσω της Ενοριάς. Τον πήρε τον καημένο, και τον πέταξε, — στου διαβόλου τα χέρια τον πέταξε! Να σου τα δηγηθώ, που δεν είσουνα τότες εδώ να τα μάθης. Θυμάσαι τι είταν πρι να βάλη τα ράσα. Λεφτουργός είτανε.

Θυμάσαι που έλεγα πως ο κριτικός είναι εις το είδος του δημιουργικός όσο κι ο καλλιτέχνης, που το έργο του μπορεί να έχη αξίαν απλώς εφόσον υποβάλλει στον κριτικό καμμιά καινούρια διάθεση νοητική κ' αισθητική, την οποίαν μπορεί να φανερώση αυτός με ίσην ή και μεγαλύτερην υπεροχή στη φόρμα και με τη χρήση νέου μέσου εκφράσεως να την κάνη διαφορετικά όμορφη και πιο τέλεια.

Θυμάσαι τις ιστορίες που έλεγαν οι μετανάστες, εκεί στο Ριμέντιο; Έπειτα λένε ότι είναι μια χώρα όπου δε γλεντά κανείς.» «Όσο γι’ αυτό, γλεντούνε κι εκεί! Όποιος θέλει να διασκεδάσει, εννοείται!

Δεν θυμάσαι τουλάχιστον ότι ήτο έτσι χρωματισμένη, με κίτρινες ζώνες; — Ναι, αλήθεια. Μα τα καμπαναριά πού είνε; — Τα καμπαναριά;.... Έπεσαν με τους σεισμούς της Ζακύνθου. — Χριστός και Παναγία! είπεν η γραία και έκαμε τον σταυρόν της. Ο τροχιόδρομος αργεί να έλθη και έξαφνα ο Σβούρος μου λέγει: — Τι γλισχρότητα που την έχουν αυτοί οι Βέλγοι!

ΧΑΡ. Θα μ' αφήσης λοιπόν να γυρίζω εις την γην χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, ενώ είμαι φίλος σου και σύντροφος εις την μεταφοράν των νεκρών; Αλλ' έπρεπε να θυμάσαι, υιέ της Μαίας, τουλάχιστον ότι ποτέ δεν σ' έβαλα ν' αδειάζης νερό ή να τραβάς κουπί, αλλά σε αφίνω και ροχαλίζεις ξαπλωμένος στο κατάστρωμα, ενώ έχεις χέρια τόσον δυνατά, ή αν εύρης κανένα φλύαρον νεκρόν κάθεσαι και κουβεντιάζετε εις όλον το ταξείδι, εγώ δε, αν και γέρος, τραβώ μόνος και τα δύο κουπιά.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν