United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί πνίγουνταν κάθε κώχη στο γιασουμί, εδώ κάθε λουλούδι τον τόπο του, κάθε τόπος το βότανό του. Εκεί ραχάτι, εδώ ζωή και τάξη. Την έχει ο Ρωμιός την τάξη στο σπιτικό του, κι ας τηνε στερείται το έθνος του. Λες και τόκαμε όρκο, κ' είπε του Τούρκου: «Μου πήρες τον Τόπο μου; Χάρισμά σου.

Κάνει το κέφι του, μας αφίνει και μας στο ραχάτι μας. Μα δεν είναι δα και πολλοί που μας φεύγουν. Πόσοι φύγανε από το χωριό μας; το πολύ δύο τρεις· έγειναν αβοκάτοι, κ' έμειναν εκεί, ν' ακονίζουν τη γλώσσα τους. Ένας τους, που έγεινε γιατρός και γύρισε πίσω, μου τα είπε όλα· πως εκεί τα λόγια παίρνουν και δίνουν.

ΠΡΑΞΙΝΟΗ Όσοι δεν έχουνε δουλειά, έχουνε πάντα σχόλη. Φέρε μου τώρα να πλυθώ, Ευνόη εσύ ακαμάτρα, που σαν τις γάττες πάντοτε σ' αρέσει το ραχάτι. Κουνήσου, φέρ' ευθύς νερό. Κύττα, σαπούνι φέρνει. Ας είνε, δος μου το κι αυτό. Μα πρόσεχε, καϊμένη! μη χύνης δα τόσο νερό, βρέχεις το φόρεμά μου. Φθάνει. Ποτέ δε νίφτηκα τόσο καλά, ποτέ μου. Και της κασέλλας το κλειδί που νάνε; φέρε μου το.

Πετάτε στις ρημιές και στα δάση! Εκεί θα βρήτε φαΐ και ραχάτι. Αυτού που τρυγυρνάτε ραχάτι δεν έχει. Θα τσουρουφλιστούν τα φτερά σας. Μακριά, στη ρημιά, στα ψοφίμια, όξω, όξω! Είταν Αύγουστος τώρα. Είχαμε άλλον ένα μήνα διακοπές, κ' ήρθαμε να τις περάσουμε σαυτό το καλύβι, που κάθουμαι τώρα ολομόναχος και σου γράφω.

Θυμάσαι τότε τι χαρά!. .. αντί μαχών και κρότων το &Ησαΐα χόρευε&, κουφέτα και ραχάτι, αντί θουρίων φλογερών τραγούδια των ερώτων, κι' αντί φαράγγων και κρημνών ζεστό ζεστό κρεββάτι. Ω σύννεφα ροδόχρυσα παρθενικής ειρήνης! ω πούπουλα κι' αρώματα της μαλακής μου κλίνης! Θυμάσαι τα παιχνίδια μας και της καρδιάς τους κτύπους!

Εμείς, που τη μύτη μας δε ξέρουμε να διαφεντέψουμε α μας φοβερίξη με το γρόθο του ξένος, που δεν μπορούμε μήτε να παινευτούμε πως μας θάφτουνε μέσα σε χώμα δικό μας, καθίζουμε σ' αυτά τα θρανιά με ραχάτι κι ακούμε της Χημείας τα θάματα. Καλά που δεν είναι κοντά μας κανένας τους.

Ακούγω περπατηξιές. Καιρό δεν είχα να χάνω. Παίρνω το ξινάρι, δίνω μια του ενού στο σβέρκο, μια τ' αλλουνού στο λαιμό. Σαλέψανε λιγάκι, γαργαρίξανε, μούγκριξαν, και γύρανε κάτω. Ο ένας πίστομα κι ο άλλος ανάσκελα. Καθόλου δεν τρόμαξα. Την έκαμα τη δουλειά σα να είμουνα χασάπης. Πέτρα είταν η καρδιά μου. Στέκουμουν και τους έβλεπα μ' ένα ραχάτι σα να μ' έκαμαν από χήρα βασίλισσα.