United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν εσώζετο πλέον ούτε ο σικυών του αγαθού Παρρήση, ο περιβάλλων ποτέ με χλοερόν πλαίσιον την γαληνιώσαν λίμνην, την αντανακλούσαν εις τα νερά της το αίθριον κυανούν, ούτε καν η καλύβη του Λούκα του Θανασούλα, η βρεχομένη από το κύμα παρά το στόμιον της λίμνης, όπου ουδείς αλιεύς ετόλμα εντός βολής να πλησιάση, διότι και κοιμωμένου του Λούκα, η καραβίνα ηγρύπνει παρά το πλευρόν του, και ήκουες τότε έξαφνα, εν τω μέσω της νυκτός, ξηρόν κρότον ουδέν καλόν υποσχόμενον εις τον τολμητίαν, όστις θα εδοκίμαζε να πλησιάση ποτέ.

Ήταν ένας λαός αρχαίος που προχωρούσε, προχωρούσε ψέλνοντας απλοϊκούς ύμνους των πρώτων χριστιανών, προχωρούσε, προχωρούσε, μεθυσμένος από πόνο και ελπίδα, σε ένα δρόμο σκοτεινό που έβγαζε σε τόπο φωτεινό αλλά μακρινό, απλησίαστο. Ο Έφις, με το κεφάλι μες στα χέρια έψελνε και έκλαιγε. Η Γκριζέντα κοίταζε μπροστά της με μάτια υγρά που αντανακλούσαν τη φλόγα των κεριών∙ έψελνε και έκλαιγε κι εκείνη.

Έπρεπε να μάθης πως θα είναι κάπου στην ξένη γις ένας που λωλάθηκε για σένα· αχ! μη με ρωτάς τι θα γίνωΒασίλεβε ο ήλιος και τα νερά, σαν πληγωμένα, αντανακλούσαν εκεί κάτω τον κόκκινό του το δίσκο. Έμοιαζε η θάλασσα λυπημένη και λίγο λίγο προχωρούσε το σκοτάδι να την πλακώση· ο ουρανός είχε θλίψη κ' η καρδιά μου βαριοπονούσε. Γονάτισα μπροστά της και της έπιασα τα χέρι και της είπα·

Η άνοιξη του Νούορο χαμογέλασε τότε στον κακόμοιρο τον Έφις, καθισμένο στην είσοδο της εκκλησίας. Μεγάλες κίτρινες νεραγκούλες, υγρές σαν καμωμένες από δροσιά, έλαμπαν στα ασημένια λιβάδια και τα πρώτα αστέρια που εμφανίστηκαν με το πέσιμο της νύχτας χαμογελούσαν στα λουλούδια. Ο ουρανός και η γη έμοιαζαν με δυο καθρέφτες που αντανακλούσαν ο ένας μέσα στον άλλο.

Εφώτιζε σκοτεινό τόρα, κοιμάμενο του Δήμαρχου το σπίτι. Έπεφταν σε φανταστικά, παράξενα σχήματα οι ίσκιοι του πλάτανου στη βρύση αποκάτω. Αντανακλούσαν μαλακές, χλωμές αντιφεγγίδες του καφενείου τα γιαλιά απόξω. Όλο το χωριδάκι, κουρασμένο φαίνεται, από την «έχταχτη και πρωτοφανή περίσταση, είπ' ο Βλογιάρης», έπεσε τόρα σε βαθύν ύπνο. Άχνα δε φύσαε. Φύλλο δε σειόταν.