United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν αρκεί ότι τον μιμείται εις την πήραν, την βακτηρίαν και τον ρυπαρόν μανδύαν• αυτά είναι εύκολα και ακίνδυνα και δυνατά εις όλους• το σπουδαίον είναι να τον μιμηθή εις τα σοβαρά και τα σπουδαία και τα δύσκολα και αφού ανάψη πυράν από κλάδους συκής, όσον το δυνατόν χλωρούς, να πέση επ' αυτής και να πνιγή εις τον καπνόν.

ΓΟΝΖ. Ο θεός να τον φυλάξη από τα θεριά· γιατί βέβαια στο νησί βρίσκεται. ΑΛΟΝΖ. Εμπρός. ΑΡΙΕΛ. Ο Κύριός μου, ο Πρόσπερος, πρέπει να μάθη εκείνα, που έκαμα· και συ, βασιλέα, πήγαινε ακίνδυνα, γύρευε τον υιό σου. Έν' άλλο μέρος του νησιού. Μπαίνει ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ φορτωμένος ξύλα. Ακούεται βροντή.

Βλέπετε φανερά ότι όλα ταύτα τα προηγούμενα φοβερίσματα είναι πράγματι μεν όλως ακίνδυνα, βλεπόμενα δε και ακουόμενα εκπλήττουν. Αντισταθήτε εις τα φοβερίσματα ταύτα, εάν επέλθουν εναντίον σας, και όταν έλθη η κατάλληλος στιγμή υποχωρήσατε με τάξιν και ευκοσμίαν.

ΠΡΟΣΠ. Το βασιλικό καράβι, τους ναύταις του, λέγε τι τους έκαμες, και τον επίλοιπο στόλο; ΑΡΙΕΛ. Ακίνδυνα είν' αραγμένο το βασιλικό καράβι.

Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας έλυονε, και τα δάκρυατα μάγουλα του ερρέαν. και ως κλαίοντας τον άνδρα της γυνή περιλαμβάνει, 'πώπεσ' εμπρόςτα τείχη του και εις τους λαούς να σώση την πόλι και τα τέκνα του απ' την κακήν ημέρα, 525 και, ως βλέπει αυτόν οπού σπαρνάτο ψυχομάχημά του, αυτή ριμμένη επάνω του θρηνολογεί, κ' εκείνοι την ράχη και τους ώμους της κτυπώντας με τ' ακόντι, την σέρνουν εις τα βάσανα, 'ς τα πάθη της δουλείας, και αυτής ο πόνος ο πικρός τα μάγουλα μαραίνει• 530 όμοια τότ' έρρεαν πικρά τα δάκρυα του Οδυσσέα. και όλων των άλλων έμεναν τα δάκρυα του κρυμμένα• μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που καθόνταν σιμά του, και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• και εις τους ναυτικούς Φαίακαις ευθύς εκείνος είπε• 535 «Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων• ν' αφήσ' ήδη ο Δημόδοκος την ηχηρήν κιθάρα, ότι μ' αυτά, 'που τραγουδεί, δεν καλοαρέσ' εις όλους•το δείπνο αφού καθίσαμε και άρχισ' ο αοιδός ο θείος, απ' το πικρό παράπονο δεν έχει παύσει ο ξένος• 540 πόνος μεγάλος την καρδιά, θαρρώ, του καταθλίβει. άρα να μείν' ο αοιδός, όπως χαρή και ο ξένος μ' εμάς, 'που τον ξενίζουμε, και τούτο θέλ' η τάξι. όλα γι' αγάπην έγειναν του σεβασμίου ξένου, προβάδισμα, χαρίσματα, 'που τον φιλοδωρούμε. ότ' είναι ως άλλος αδελφός ο ξένος και ο ικέτης 545 του ανδρός, όπ' έχειτην καρδιάν αίσθησι καν ολίγη. όθεν και συ μην προσπαθής με τέχνη να μας κρύψης ό,τι ερωτώ σε• είναι καλό να μας το φανερώσης. τ' όνομα ειπέ, 'που σ' έκραζαν εκεί πέρα οι γονείς σου, 550 κ' οι άλλοι εκείτην πόλι σου, και οι γείτονες τριγύρω. ότι ανονόμαστος κανείς δεν είναι των ανθρώπων, 'ς τον κόσμον άμα γεννηθή, μικρός είν' είτε μέγας, αλλ' όλων, άμα ιδούν το φως, το βγάζουν οι γονείς τους. και ειπέ μου την πατρίδα σου, τον δήμο, και την πόλι, 555 όπως τα πλοία στρέφοντας εκεί την νόησί τους σε φέρουν• ότ' οι Φαίακες δεν έχουν κυβερνήταις, ούτε πηδάλια αυτά βαστούν, ως έχουν τ' άλλα πλοία• αλλά την γνώμην εννοούν, τα φρένα των ανθρώπων. ταις χώραις, τους παχείς αγρούς της οικουμένης όλης 560 γνωρίζουν, και της θάλασσας περνούν το μέγα στόμα γοργότατα, 'ς την καταχνιά, 'ς την συννεφιά κρυμμένα, ουδέ ποτέ τους να χαθούν ή να βλαφθούν φοβούνται. μόνον τούτ' άκουσ' άλλοτε, 'πώλεγεν ο πατέρας Ναυσίθοος, ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, 565 'πουτην πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους• ότι ο θεός έν' εύμορφο καράβι των Φαιάκων, ως γέρνει από προβάδισμα ποτέ, 'ς το μαύρο κύμα, θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος θα κλείση μέγα• τούτά 'πε ο γέρος, και ο θεός ή θέλει τα ενεργήση, 570 ή μένουν ανενέργητα, καθώς αρέσει εκείνου. αλλ' έλα τώρα θέλησε σωστά να μου αναφέρης τα μέρη όπου πλανήθηκες, τους τόπους όπου εβγήκες, ταις χώραις ταις καλόκτισταις κ' εκείνων τους κατοίκους, και όσοι απ' αυτούς ήσαν κακοί, άγριοι και όχι δίκαιοι, 575 και όσοι φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' ήτο η γνώμη. και ειπέ τι τόσ' οδύρεσαι οπόταν των Αργείων των Δαναών το πάθημα ακούσης και του Ιλίου. κείνο το έκαμαν οι θεοί, κ' έκλωσαν των ανθρώπων όλεθρον μέγαν, να το ειπούν κ' οι απόγονοι τραγούδι. 580 μη συγγενής σου έπεσετα τείχη εμπρός του Ιλίου, άξιος, γαμβρός, ή πενθερός; στενότατ' είναι τούτοι, κατόπι από το αίμα μας και από την γενεά μας. ή κάποιος σύντροφος λαμπρός, εγκαρδιακός σου φίλος, έπεσε; ότιτην γνώμη μου κατώτερος δεν είναι 585 απ' αδελφόν φίλος με νου και γνώσι προικισμένος».

Το δραματικόν θέμα, το οποίον φυσικώς πηγάζει από το αρχικόν κακούργημα, από την δολοφονίαν του πατρός του Αμλέτου, συνίσταται εις τούτο, ότι ο μεν αδικημένος υιός και διάδοχος του θρόνου αισθάνεται το καθήκον και κυριεύεται από το πάθος να τιμωρήση τον φονέα του πατρός του και επιβάτην της βασιλείας, ο δε δολοφόνος έχει συμφέρον να προλάβη τον εχθρόν του και να τον θανατώση, όπως σωθή αυτός και χαρή εις το εξής ακίνδυνα τους καρπούς του εγκλήματός του.

Διά να λάβη ολίγον θάρρος, είχεν ερωτήσει την μάμμην του αν όλα τα φαντάσματα κάμνουν κακόν εις όσους τα ιδούν, καθώς είχαν κάμει άλλοτε η νεράιδες εις την μητέρα του. Η γραία του απήντησε ότι είναι και στοιχειά αβλαβή και ακίνδυνα, και μάλιστα τα ζώδια των σπιτιών ωρισμένως δεν κάμνουν ποτέ κακόν. Μόλις είχαν φθάσει, και ήρχισε να νυκτώνη.

Και άμ' ανεβήκαν έσχιζαν το πέλαγο οι μνηστήρες, του Τηλεμάχου αφεύγατον τον φόνο μελετώντας• και πετρωτόν είναι νησί, 'ς την μέση της θαλάσσης, της Ιθάκης ανάμεσα και της τραχείας Σάμου, 845 όχι μεγάλο, η Αστερίς, μ' ακίνδυνα λιμάνια, δυο δίστομα, κ' οι Αχαιοί εκεί τον καρτερούσαν. Ραψωδία Ε

Το φοβερό θέαμα του καταποντισμού, που έγγιξε μέσα σου όλη τη δύναμη της λύπης, εγώ με κάποιο εύρεμα της τέχνης μου τόσο ακίνδυνα τώχω διορίσει, ώστε ψυχή δεν είναι, — όχι, μηδέ τρίχα έχασε κανείς μέσα σ' εκείνο το καράβι, που άκουσες κ' εβόησε, που είδες κ' εβυθίσθηκε. Κάθισε· γιατί τώρα μέλλεις να μάθης περισσότερα.