Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Η υπηρέτρια που μ' άκουσε κάτι να μουρμουρίζω, κοντοστάθηκε και ξαναείπε δειλά: — Μη βιάζεσαι, αφέντη. Αυτός, που σε γυρεύει, δεν είνε και πολύ κύριος... Δε βρήκα ούτε τη δύναμι να γελάσω. Πέρασα βιαστικά τα ρούχα μου και βγήκα στο γραφείο. Προτιμούσα να με είχε ξυπνήσει ο χαλασμός του κόσμου, απ' το υποκείμενο, που παρουσιάστηκε πρωί-πρωί, μπροστά στα μάτια μου. — Εδώ είμαστε πάλι!
Μια κάτασπρη γατούλα κοντοστάθηκε ύστερα στα κάγκελλα και νιαούρισε. Ο Καπετάν Γιάννης της πέταξε ένα κομματάκι ψωμί. Φαινόντουσαν σαν παληοί γνώριμοι Η γατούλα, σαν να ήθελε να δείξη την ευχαρίστησί της, κουλουριάστηκε κοντά στα κάγκελλα, να μας συντροφέψη κι' αυτή. Κύτταζε προσεκτικά με τα γαλανά της ματάκια τον Καπετάν Γιάννη στο στόμα σαν νάκουγε κι' αυτή την ιστορία του.
Σε λίγο ο Μαθιός με τη στίβα τα γράμματα στα χέρια ξεκίνησε για τη διανομή. Στο δρόμο κοντοστάθηκε, δεν ήθελε να περάση από το σπίτι του Λαλεχού. Φοβότανε τις κακοτοπιές. Μα τι να κάμη; Εκεί δίπλα είχε να δώση γράμμα. Δεν μπορούσε να κάμη αλλοιώς. Έκαμε κουράγιο και τράβηξε. Από μακρυά το μάτι του πήρε την Ουρανίτσα στο παράθυρο. Έκαμε να στρήψη το σοκάκι, μα ήταν αργά.
Δεν τα νοιώθει, καθώς μήτε το λυγερό του κορμί δεν το καλονοιώθει πως είνε άγαλμα κάποτες. Όσο για το Δημήτρη, ακόμα χειρότερα. Διάβαινε απ' ανάμεσα από τις ομορφιές εκείνες σκυφτός, στραβομουριασμένος, αγριοβλέμματος, βουρκόλακας μονάχος. Γύριζε κάποτε τα θολωμένα του μάτια και κοίταζε κατά τις ελιές. Μια φορά, λίγα βήματα πρι να μπη σπίτι του, κοντοστάθηκε.
— Αφήστε με στο χάλι μου, είπε στεγνά. Φύγανε όλοι, ένας-ένας, σα μαγκωμένοι. Ο Κυρ-Θανάσης κοντοστάθηκε να καληνυχτίση, κάτι έκαμε να πη. Η παπαδιά δεν του αποκρίθηκε. Σαν εβγήκαν όλοι απ' το σπίτι, αναστέναξε βαθειά. — Παπαδιά! Δεν με λέτε πάλι καπετάνισσα! είπε ζαρώνοντας άγρια τα χείλια της, σαν νάκλαιε και να γελούσε μαζί. Τώρα στα γεράματα πάλι καπετάνισσα.
Συγκινημένος κι ο Κωσταντίνος, που πρώτη φορά αφότου χριστιάνεψε αντάμωνε τόσους αρχηγούς της αγαπημένης του θρησκείας, προχωρούσε τρέμοντας και με μάτια χαμηλωμένα. Και σα ζύγωσε το θρόνο κοντοστάθηκε, σα να πρόσμενε από τους Πατέρες άδεια να καθίση. Του κάμνουν αμέσως γνέψιμο να καθίση, έπειτα κάθισαν κι οι Πατέρες, που καθώς είδαμε πρωτόθεσαν τότες της Ορθοδοξίας τα θεμέλια.
Και τι κάμνει τότες ο Γαϊνάς; Γράφει του Αρκαδίου, του ξηγάει πως ο Λέοντας νικήθηκε από τη μεγάλη δύναμη του Τριβιγίλδου, και τονέ συβουλεύει να κλείση τα μάτια του και να του παραχωρήση όσα ζητούσε, κι έν' απ' αυτά, να παραδοθή ο Ευτρόπιος. Κοντοστάθηκε ο Αρκάδιος, μην ξέροντας τι να κάμη.
Άμα είδε αυτό η Κώσταινα, με γληγοράδα ζαρκαδιού μπήκε μέσα στο σπίτι της, για να στρώση κατά γης την καλή της την πρόκοβα και να ρίξη το πλουμισμένο προσκέφαλο. Ο προύχοντας κοντοστάθηκε λίγο στην αυλή, και θεώρησε ανάγκη να δικαιολογήση την επίσκεψη αυτή: — Ας σταθούμε, του είπε, μια στιγμή σ' αυτή τη φτωχή.
Ο Μαθιός τραβήχτηκε μουρμουρίζοντας φοβέρες. Σαν πήγε λίγο μακρύτερα κοντοστάθηκε κ' έβαλε τις φωνές, σαν ντελάλης: — Φταίω γω που σας λυπήθηκα παληοθηλυκά και δε σας τώλεγα καθαρά και ξάστερα. Από ποιόνε περιμένετε γράμματα; Ο γαμπρός σας δεν αδειάζει να σας γράψη... Παντρεύτηκε! Νάταν κι' άλλος. Μια νεκρική σιωπή χύθηκε τριγύρω. Μια φωνή γυναικεία ακούστηκε έπειτα: — Να φας τη γλώσσα σου! Ψεύτη!
Φύλαξε το και μου το δίνεις ταχειά». Μούδωκε το δαχτυλίδι και με καλονύχτησε. Σε λίγο κοντοστάθηκε: «Άκου, συμπέθερε! Τι να το κάνω τώρα το δαχτυλίδι, σαν έχασα τον άνθρωπό μου; Αν περάσης από καμμιά εκκλησία, κρέμασε το της Παναγιάς, για το συχώριο της Μαριγώς...» Και ως που να καταλάβω, κατηφόρισε βιαστικά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν