United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άσε με 'κεί που βρίσκομαι γιατί θα πάρω τα μάτια μου και δεν με ξαναβλέπεις. Έκαμε τον σταυρό του με την επιμονή μου. Εστάθηκε λίγο μ' εκύταξε κατάματα, εκούνησε το κεφάλι. — Καλά παιδί μου, είπε· κάνε ό,τι σε φωτίση ο Θεός. Εγώ έκαμα εκείνο που ήταν από χέρι μου. Ούτ' έξοδα λυπήθηκα ούτε λόγια· θυμήσου το να μη με αναθεματάς αργότερα. Πήγαινε στην ευχή μου. Ύστερή του ευχή, πρώτη μου θλίψις.

Σε λίγο φάνηκε το Βαγγελιό. Ανέβαινε τον ανήφορο και κάθε λίγο στεκότανε ν' ανασάνη· και τη λυπήθηκα που φανταζόμουνα την κούρασή της. Κρατούσε καλάθι, ώστε να φαίνεται σα να χορτολογούσε ή, πως πήγαινε σένα λαχανόκηπο δικό των, πούταν, παραπάνω. Σηκώθηκα πίσω από τα παράκλαδα της χαρουπιάς για να με δη. Κη καρδιά μου αληθινά σκιρτούσε, σα νάθελε να τρέξη σε προϋπάντησή της.

Σένα γράμμα, που της έλεγα πως έμαθα την αρρώστεια της, έγραφα πως λυπήθηκα που δεν ήμουν κοντά της «να φανώ γιατρός στον πόνο της», ως λέει κη μαντινάδα. Το Βαγγελιό αναστέναξε και μαποκρίθηκε με άλλη μαντινάδα: Ο πόνος μου 'ν' αγιάτρευτος, μάνε στο πόδι πάνω· Μια μέρα που θα περπατώ θα πέσω ναποθάνω. Κατόπιν άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της δεν έπαψαν έως ότου τελείωσαν τα γράμματα.

Ο Μαθιός τραβήχτηκε μουρμουρίζοντας φοβέρες. Σαν πήγε λίγο μακρύτερα κοντοστάθηκε κ' έβαλε τις φωνές, σαν ντελάλης: — Φταίω γω που σας λυπήθηκα παληοθηλυκά και δε σας τώλεγα καθαρά και ξάστερα. Από ποιόνε περιμένετε γράμματα; Ο γαμπρός σας δεν αδειάζει να σας γράψη... Παντρεύτηκε! Νάταν κι' άλλος. Μια νεκρική σιωπή χύθηκε τριγύρω. Μια φωνή γυναικεία ακούστηκε έπειτα: — Να φας τη γλώσσα σου! Ψεύτη!

Κοντζάμ άνδρας ως εκεί επάνω, να μένω χωρίς δουλειά! Φταίει και ο μακαρίτης ο Γέρω-Λαχανάς. Όταν μου έλεγε, βρε Σπυράκι μου, βρε Σπυρέτο μου, βουτηγμένος αυτός μέσατον ιδρώτα και τα χώματα, έπρεπε να σηκώση την τσάπα του να μου κάμη μια τρύπατο ξερό μου, να έμβη μέσα ολίγη γνώσις. Και έκλαιεν ο καϋμένος . . . Τον λυπήθηκα Μπάρμπα-Σταυρή. Έπειτα να πούμε και του φτωχού το δίκαιο.

Όταν όμως καταλάβω που κατηγορώντας εμένα κατηγορεί κανείς όλο το έθνος, νομίζω χρέος μου ναποκριθώ τουλάχιστο με δυο λόγια. Καταντά γενικό ζήτημα. Ο κ. Ψυχάρη φέρει την σφραγίδα της μελαγχολίας, του καμάτου, της παρακμής, της δουλείας». Λυπήθηκα πολύ, όταν είδα αφτή τη λέξη. Ας αφήσουμε τη γλώσσα του κ.

Μήπως τον αρραβώνιασες τον Σπύρο, κρυφά από τον Μπάρμπα-Σταυρήν; Να σου πω, δεν θα ήταν άσχημα. Ο γάμος είνε σαν το τυπογραφικό πιεστήριον και μπορεί να στρώση και ο Σπύρος. Η Αρφανούλα εγέλασε. Και διηγήθη είτα εις τον θείον της τα συμβαίνοντα. — Τι να σου πω, Μπάρμπα-Σταυρή. Τον λυπήθηκα. Δεν βαστά η ψυχή μου. Δεν έχει παντελόνι να φορέση.

Είπα να του παίξω καμμιά δουλειά, ν' αφήσω μια το σκοινί, που να του φανή ο ουρανός σφοντύλι... να σου τον φτιάσω εγώ κοπανιστή... Μα ας έχη χάρι, λυπήθηκα το γάλα του κυρ- Αναγνώστη, ει δε μη, ένα τσομπανόπουλο ολιγώτερο, ένα περισσότερο, θελά χάση, κατάλαβες, η Πόλι...