Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Πες του, Μπάρμπα- Σταυρή, τας τιμάς, είπεν η Αρφανούλα, γιατί σήμερα — ημέρα που είνε — έχω 'ς το εργοστάσιον σωρό δουλειά και βιάζομαι. Να ζήσης, Μπάρμπα-Σταυρή. Ξέρεις εσύ, γιατί είχες μια φορά ψιλικατζίδικο. Εγώ θα σε παρακαλούσα από τα χθες, αλλά ντράπηκα. — Έννοια σου, Αρφανούλα μου, έννοια σου. Μπορούσα εγώ να σας αφήσω!
Και εσώθη μόνος ο Σπύρος του Γέρω-Λαχανά, ως ο τελευταίος άγγελος του Ιώβ, ίνα αναγγείλη την θλιβεράν είδησιν εις την αδελφήν του. — Πες χαιρετίσματα εις τον Μπάρμπα-Σταυρή, Είπε θρηνών ο Σπύρος, πες του που ξέρει να κάνη το ξυλόσοφο, ότι ο Σπύρος δεν είνε τεμπέλης, αλλά τον κατατρέχει η ατυχία....
Αλλά μετά δύο ημέρας ήλθεν ο Σπύρος έξω φρενών. — Μέβαλες σ' αυτόν τον μασώνον, σ' αυτόν τον άθεον!.. Ο τετράγωνος νους του Μπάρμπα-Σταυρή, ο περικλεισμένος μέσα εις την τριγωνικήν κεφαλήν του εξήναψε μετά ταύτα άλλην ιδέαν φαεινήν και είπεν. — Ο γέρως εθεμελίωσε, παιδί μου. Δεν είνε ελπίς να πέση και να διαλυθή η Βουλή. Άνοιξέ μου ένα καφενείο, εκεί κατά την Βάθεια.
Κοντζάμ άνδρας ως εκεί επάνω, να μένω χωρίς δουλειά! Φταίει και ο μακαρίτης ο Γέρω-Λαχανάς. Όταν μου έλεγε, βρε Σπυράκι μου, βρε Σπυρέτο μου, βουτηγμένος αυτός μέσα 'ς τον ιδρώτα και τα χώματα, έπρεπε να σηκώση την τσάπα του να μου κάμη μια τρύπα 'ς το ξερό μου, να έμβη μέσα ολίγη γνώσις. Και έκλαιεν ο καϋμένος . . . Τον λυπήθηκα Μπάρμπα-Σταυρή. Έπειτα να πούμε και του φτωχού το δίκαιο.
Αλλά μετά τρεις μήνας, έξαφνα έρχεται θυμωμένος ο Σπύρος και της λέγει: — Πες του χαιρετίσματα του Μπάρμπα-Σταυρή, Αρφανούλα μου. Ο Σπύρος δεν είνε τεμπέλης. Έχω τρεις μέραις να πιάσω δεκάρα, και χρεωστώ μισθούς εις τον σερβιτόρο, και χρεωστώ το ενοίκιον. Δεν σ' αφίνει ο φθόνος, Αρφανούλα μου. Ήλθε δίπλα μου ένας άλλος και άνοιξεν άλλο καφενείο, και μου πήρε όλους τους μουστερήδες,
Μήπως τον αρραβώνιασες τον Σπύρο, κρυφά από τον Μπάρμπα-Σταυρήν; Να σου πω, δεν θα ήταν άσχημα. Ο γάμος είνε σαν το τυπογραφικό πιεστήριον και μπορεί να στρώση και ο Σπύρος. Η Αρφανούλα εγέλασε. Και διηγήθη είτα εις τον θείον της τα συμβαίνοντα. — Τι να σου πω, Μπάρμπα-Σταυρή. Τον λυπήθηκα. Δεν βαστά η ψυχή μου. Δεν έχει παντελόνι να φορέση.
Διά να δείξη εις τον Μπάρμπα-Σταυρή, ότι ενδιαφέρεται πλέον διά τα ζωτικά ζητήματα, δια τα ζητήματα της ημέρας, διά τα ζητήματα του εαυτού του, διά την αποκατάστασιν της αδελφής του. Ήτο πολύ ευχαριστημένος με την διεύθυνσιν του καφενείου. Και η Αρφανούλα ήτο όλη χαρά. Κάθε βράδυ εις τας ένδεκα της έφερνε πότε δέκα δραχμάς και πότε είκοσι, κέρδος.
Ημπορούν να μεταπείσουν και αυτόν τον Μπάρμπα-Σταυρή να μεταβάλη γνώμην περί αυτών, όχι την γυναικείαν της Αρφανούλας διάνοιαν, η οποία επείθετο αμέσως ως το μικρόν παιδίον. — Μη βλέπης, έλεγε κλαίων σχεδόν ο Σπύρος, μη ακούης, Αρφανούλα μου, με κυνηγά η ατυχία. Ξέρω εγώ την δουλειά μου. Ας μη άνοιγε το διπλανό καφενείο, και θ' άβλεπες σήμερα τον Σπύρο.
Και είχεν η Αρφανούλα το σχέδιον, σύμφωνα με τας ιδέας του Μπάρμπα-Σταυρή, με τον καιρόν, ν' ανοίξη ίδιον εργοστάσιον, ώστε να μη καρπούται άλλος τα κέρδη της ευφυίας της. Αλλ' ο Σπύρος ο αδελφός της, αργός από πρωίας έως εσπέρας, εγένετο πάντοτε κώλυμα ανυπέρβλητον εις τα σχέδιά της εκείνα. Πώς να τον αφήση; Τον αγαπούσε. Τον επροστάτευεν.
Πλην μετά μίαν εβδομάδα η Αρφανούλα έξαφνα ακούει τα παράπονά του: — Τι να σου κάμω, Αρφανούλα μου; Εσύ πιστεύεις τον Μπάρμπα-Σταυρή και δεν πιστεύεις εμένα. Με κυνηγά η ατυχία καϋμένη. Τι να σου κάμω! Το συμβολαιογραφείο το έκλεισαν διά μίαν κατάχρησιν του συμβολαιογράφου! Τότε ο Μπάρμπα-Σταυρής λυπούμενος περισσότερον την Αρφανούλαν τον συνέστησεν εις άλλο συμβολαιογραφείον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν