Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Μα κάλλιο δες παραμέσα! Και πες μου, πώς θα βρίσκαμε τόπο να καθίσουμε, αν δεν μπορούσαμε και μυίγες να γίνουμε στην ανάγκη! Όσο για τις φωνές, καλά που δεν τις ακούμε με τα καθημερινά μας ταυτιά! Κόπιασε τώρα εσύ, που μου λιμπίζουσουν πολιτικά το πρωί, να τακούσης και να τα χορτάσης. Κόπιασε να το νοιώσης πως πολιτικά πάει να πη ποιος να πρωταρπάξη.

Έφευγε και πήγαινε στον κήπο κι άκουα την αλυσίδα του πηγαδιού γριγρι!... γριγρι!... όλη νύχτα Και την αυγή βρίσκαμε γιομάτες νερό τις σκάφες, έτοιμες για την πλύση. Και κάθε τόσο που έπεφτε πολλή δουλειά, πήγαινε μόνος του και ξύπναε τις δούλες για το ξενύχτι. Σ' όλα σ' όλα είχε την έγνοια μας, την κυβέρνια μας δέκα χρόνια στρωτά.

Τραγουδούσαν οι άλλοι άντρες, φώναζαν, γελούσαν, έρριχναν πιστολιές από καβάλα στα δέντρα που διαβαίναμε' χωράτευαν με τους διαβάτες που συναπαντούσαμε, έσκιαζαν με ρεκασμούς τα γίδια που βρίσκαμε να βόσκουν κατάστρατα σκαρφαλωμένα, στ' αγριοπρίναρα, ξάφνιζαν με χουγιακτά τον πιστικό που στον όχτο παράμερα βαρούσε την τζαμάρα του. Εγώ αναίσθητος, ξένος και παντάξενος σ' όλ' αυτά.

Αν είτανε μέρα και κατεβαίναμε, ίσως βρίσκαμε και μερικά λυχνάρια κομματιασμένα, που τι είδαν από τη στιγμή που βγήκαν από του τεχνίτη το χέρι, με πεισματάρικη σιωπή κρυφό το φυλάγουν! Το βλέπεις, το βλέπεις το λυχνάρι, το ρωτάς με λαχτάρα, σε τι ομορφιές έχυσε φως, σε τι αρετές, σε τι αλήθειες, σε τι μεγαλεία και δόξες, και στόμα δεν ανοίγει να σου μιλήση το βουβό το κεραμιδοκόμματο!

Κι αυτό είταν κ' η αλήθεια· κι αν δε μας εμπόδιζε ναπολαβαίνουμε το καλοκαίρι, είτανε γιατί είμαστε συνειθισμένοι τόσα χρόνια με το φιλάστενο της γυναικός μου, κ' έτσι βρίσκαμε το πράμα φυσικό. Ο Σβεν όμως δεν εννοούσε να πειστή με κανέναν τρόπο κ' έμεινε στη θέση του. — Το &ξέρω& πως θαρθή &σήμερα&, είπε. Χαμογέλασα για τη βεβαιότητα που είχε και προχώρησα.

Αλλ' άμα παραχόρταιναν, βάραιναν τόσο, που δεν μπορούσαν να πετάξουν. Έπρεπε ναύρουν ψήλωμα και στο μεταξύ βρίσκαμε καιρό και τα κτυπούσαμε με πέτρες, ή ξύλα και πολλά σκοτώναμε. Αλλ' αν τα όρνια στις στιγμές αυτές δε μπορούσαν να πετάξουν, αναπηδούσαν όμως αγριεμένα κ' επιθετικά. Αυτός ήτο ο κίντυνος, γιατ' είχαν ράμφη και νύχια φοβερά και μπορούσαν να βγάλουν μάτια ή κόψουν σάρκες.

Όταν εκατεβαίναμε από τη Μαύρη θάλασσα, οι ναύτες που ήσαν συντοπίτες του εφρόντιζαν κάθε ώρα να του θυμίζουν με τρόπο την πατρίδα και τα σπίτια τους. — Ε, καπετάνιε και να ήταν κανένας σαββατογεννημένος εδώ μέσα, και να 'πιανε ένας δυνατός γρεγολεβάντες στα Μπουγάζα και να βρίσκαμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικο και να διπλάρωνε η γολέτα μας κάτω από τον Τσικνιά! έλεγεν ο ένας.

Ήρθε κ' η Καλαφάταινα με την κόρη της να σε πη έχε γεια, και πουθενά δε σε βρίσκαμε. Να δα που σαγαπάει η μικρή κιόλας, και σου άφησε το κεντημένο αυτό μαντίλι. Τα μοίρασε όλα της τα προικιά. Και για σένα, λέει, έφερε το καλλίτερό της μαντίλι, να τη θυμάσαι. Αυτό είναι το μαντίλι που βρήκες δεμένα αυτά τα χαρτιά, κληρονόμε μου. Είναι μαυρισμένα τα ξόμπλια του, και κίτρινο το πανί του...

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν