United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την πήρες στο λαιμό σου κι' αυτή....» του φώναζαν από πάνω από τις πεζούλες. Πήγαινε να μεταλάβη τη Μεγάλη Παρασκευή ο Λαζαράκης, μέσα στο ασκέρι, κι' ο παππάς τον αγριοκύτταζε: «Σήμερα βρήκες και συ, χριστιανέ μου, την μέρα να κοινωνήσης; Δεν ερχόσουν την πρώτη βδομάδα .... » τούλεγε. Και ο Λαζαράκης κατάπιν' έναν αναστεναγμό κ' έφευγε.

Είπε, και σιώντας τίναξε το σουγλερό κοντάρι 280 και στην ασπίδα τον βαράει· κι' εκείνη ως πέρα πέρα πετάει, η μύτη η χάλκινη, και μπαίνει στα τσαπράζα. Κι' έσκουξε τότε ο Πάνταρος με μια φωνή μεγάλη «Σούσκισα ως μέσα την κοιλιά! Πολύ δε θα βαστάξεις λέω όρθιος πια, και μούδωκες μεγάλη εμένα δόξα285 Μα δίχως φόβο απάντησε ο δυνατός Διομήδης «Δε βρήκες, μον αστόχησες.

Θα ήθελα να εξομολογηθώ…» «Κι εδώ στην κολώνα βρήκες να το κάνεις; Στο Χριστό να εξομολογηθείς!», ψιθύρισε η νεωκόρισσα χαμογελώντας ειρωνικά, αλλά ο Έφις ακούμπησε πάλι το κεφάλι στην κολώνα του άμβωνα και με τα μάτια στραμμένα προς την Αγία Τράπεζα άρχισε να ψελλίζει μπερδεμένα λόγια.

Ήρθε κ' η Καλαφάταινα με την κόρη της να σε πη έχε γεια, και πουθενά δε σε βρίσκαμε. Να δα που σαγαπάει η μικρή κιόλας, και σου άφησε το κεντημένο αυτό μαντίλι. Τα μοίρασε όλα της τα προικιά. Και για σένα, λέει, έφερε το καλλίτερό της μαντίλι, να τη θυμάσαι. Αυτό είναι το μαντίλι που βρήκες δεμένα αυτά τα χαρτιά, κληρονόμε μου. Είναι μαυρισμένα τα ξόμπλια του, και κίτρινο το πανί του...

Εκείνη πέταξε το δεμάτι, μάζεψε τα χρήματα τρομαγμένη σαν το πουλάκι που τσιμπάει τα ψίχουλα και το ’σκασε πηδώντας ευκίνητη. Αλλά η Κυρία της γέννας, αν και είδε τα ζεστά, υγρά νομίσματα μέσα στη χούφτα του κοριτσιού που έκαιγε, την έφτυσε στο πρόσωπο για να της φύγει ο φόβος και της είπε γελώντας: «Πήγαινε, γιατί έχεις πυρετό και παραισθήσεις. Τα νομίσματα θα πρέπει να τα βρήκες.

Εσύ, πού τη βρήκες την πραγματική σωτηρία; Ζώντας για τους άλλους∙ αυτό θέλω να κάνω κι εγώ, Έφις», πρόσθεσε, μιλώντας του κοντά στο πρόσωπο. «Εσύ είσαι που με έσωσες∙ σαν κι εσένα θέλω να είμαι… Απάντησε, έχω δίκιο; Σ’ έριξα καταγής, στην Ολιένα, αλλά και τους αγίους τους κακομεταχειριστήκαν, δεν έπαψαν όμως να είναι άγιοι.

Ύστερα από το θάνατο της μακαρίτισσας της γυναίκας μου, είναι αλήθεια πως κάπως παραμέλησα την αδιάκοπη επιτήρησή μου. Εσύ βρήκες ευκαιρία για να με ζημιώσης και δε δείλιασες να το κάμης. Σήμερα έκαμα ένα πρόχειρο ξέτασμα στα βιβλία.

Το χαμογέλοιο της είναι λουλούδι που χρειάζεται μαλαματένια βροχή για ν' ανθίση. Σα να μου κάνης το διπλωμάτη, μα θαρρώ πως βρήκες το δάσκαλό σου.

ΞΟΥΘΟΣ Παιδί μου, για να σ' εύρω εγώ, ήτανε δίκηα η κρίσι που έκαν' ο θεός, και συ μ' εμέ συναπαντήθης, και βρήκες τον πατέρα σου, που πρώτα δεν τον ήξερες. Ό,τι εγύρευες και συ, αυτό κ'εγώ ποθούσα: να βρούμε τη μητέρα σου που σ' έδωκε'ς εμένα, ας μπιστευθούμε στον καιρό, κ' ίσως κι' αυτή τη βρούμε.

Βρήκες άνθρωπο να μη τους μυρίζεται τους . . . Έπειτα, με φωνή σοβαρώτερη και τρεμουλιαστήΝα πας, σου λέω, να τον ξεπαστρέψης. Όρκο τόκαμα, άλλο δεν έχει. Τον ήξερε ο Μιχάλης το Δημήτρη, πως δε χωράτευε. Άρχιζε και μαζευότανε στη ψυχή του θεοσκότεινη αντάρα.