United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπα, δεν έχεις δίκηο η ωμορφιά φαίνεται δέκα μίλια μακρυά είπεν ο Μάιος, ξανθός και μελαχρινός νεανίας, ειδήμων πολύ περί τα τοιαύτα. — Α! 'βρήκες και Μάρτη να κυττάξη ωμορφιά! επανέλαβεν ο Νοέμβριος· μωρέ ξέρεις τι Γαλαξειδιώτης είνε; κερί ανάβειτον παρά. . . δε λέω όχι· κάποτε-κάποτε γυρίζει καιτην ώμορφη, αλλά πάντα την πλούσια κυττάζει κι' ας είνε άσχημη.

Και συ, γυναίκα, πήγαινε με ταγαθά που βρήκες και χαίρετε• της λύπης σας υπόσχομαι το τέλος, και από τούτη τη στιγμή την τύχη ευτυχισμένη. ΙΩΝ Ώ κόρη του τρανού Διός, Παλλάς! με απιστία δεν δέχομαι τους λόγους σου, και τώρα το πιστεύω πως του Λοξία είμαι παιδί κ' η μάννα μου είνε τούτη, —αυτό που και προτήτερα το είχα εγώ πιστέψη.

Εμπρός, η λύρα σήμερα ας δώση και ας πάρη . . . σαν σήμερα, κυρία μου, μ' επήρες και σ' επήρα, σαν σήμερα εγίναμε αγαπητό ζευγάρι, κι' ενώθηκε η μοίρα σου με τη 'δική μου μοίρα. Σαν σήμερα ενοιώσαμε της αγκαλιάς της γλύκες, κι' ένας 'στον άλλον είπαμε: πού σ' ηύρα, πού με βρήκες!

Το παίρνεις εσύ τότες ταπομεινάρι τού έχει σου και πηγαίνεις, λέγοντας πως το βρήκες τέλος πάντων το δίκιο σου. Έχει, βλέπεις, κι ο Τούρκος δικαιοσύνη, μα δεν είναι καθώς η βροχή του Θεού. Πέφτει χαλάζι στον εαυτό του, και ψυχαλίδες στους άλλους. Δεν τους σώνει τάχα τους άλλους που τους αφίνει και ζουν; Τέτοιοι είναι κ' οι νόμοι του, κ' οι τέχνες του, κ' οι επιστήμες του.

ΙΩΝ Έχει και άλλο γνώρισμα, ή μόνο τούτο βρήκες; ΚΡΕΟΥΣΑ Δυο δράκοντας, που αστράφτουνε μ' ολόχρυσα σαγόνια. ΙΩΝ Δώρο είν' αυτό της Αθηνάς, ή για παιδιά φτιασμένο; ΚΡΕΟΥΣΑ Αντιγραφή του παλαιού Ερεχθονίου είνε. ΙΩΝ Και τα χρυσά για ποιά δουλειά και για ποιο λόγο τάχει; ΚΡΕΟΥΣΑ Να τάχη περιδέραια το νεογέννητό μου.

Την άλλη αβγή, οπού λες, σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, τηράει ο Αργύρης και βλέπει τη φλογέρα του. — Πού τη βρήκες μάνα; ρωτάει τη μάνα τάχα με χαρά. — Ελέφκαινα, Αργύρη μου, στο Βαθυλάκωμα και την κατέβασε της σπηλιάς το νερό· του λέει εκείνη και τόνε φιλεί, τόνε φιλεί, λες κ' ήθελε τόνε χάσει. — Μάνα, της ξαναλέει ο Αργύρης, τόρα ήρθα και με είδες και σε είδα· μον πρέπει τόρα να γύρω μάτα στις κοπές του Μπέη για το καλό μας, και μάτα να πάω στην Αρκαδιά.

Τότες του Δία η κόρη τ' αρπάει, χωστά απ' τον Έχτορα, και του το δίνει πάλι. Τότ' είπε του Πριάμου ο γιος στο φοβερό Αχιλέα «Βρήκες λαμπρά! Κι' εγώ 'λεγα, παχιά καθώς μιλούσες, πως δα, καλέ μου, σούγνεψε το θάνατό μου ο Δίας. 280 Μα εσύ του νου σου ψέματα και φαντασιές λαλούσες, για να δειλιάσω σαν παιδί, να με σαστίσει ο φόβος.