Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Σύγλυνα; ξεφώνησε με τρομάρα ο Σιφογιάννης. — Γιάειντα; Φοβάσαι να μη μας έρθη κιανείς Τούρκος μουσαφίρης; Θε μου, βλέπε μας! — Εγώ χοιρινό δεν μπορώ μπλειο να τρώω. — Γιάειντα; — Γιατί 'μαι Τούρκος. Η γυναίκα τον παρατήρησε με απορία. Τρελλάθηκε ή χωράτευε; — Τούρκος; Είντα λόγια 'ν' αυτά, νοικοκύρη μου; Αποφάσισε και της διηγήθηκε πως στο δρόμο τον τούρκεψε ο Μόχογλους. Η Σιφογιάννενα έμεινε.

Βρήκες άνθρωπο να μη τους μυρίζεται τους . . . Έπειτα, με φωνή σοβαρώτερη και τρεμουλιαστήΝα πας, σου λέω, να τον ξεπαστρέψης. Όρκο τόκαμα, άλλο δεν έχει. Τον ήξερε ο Μιχάλης το Δημήτρη, πως δε χωράτευε. Άρχιζε και μαζευότανε στη ψυχή του θεοσκότεινη αντάρα.

Όμορφες είταν κ' οι καλαμιές καθώς λυγίζανε με του μπάτη το φύσημα. Γλυκό είταν και το κελάιδημα του κορυδαλού, πιο γλυκό ακόμα το κύμα που μουρμούριζε πλάγι μου και φιλούσε την αμμουδιά. ....Ήθελα να πέσω στα κρουσταλέννια τα νερά και να σβύσω τη φλόγα μου .... ....Μερικές μέρες κατόπι, αρχίζει κι ο τρυγητός. Δε χωράτευε του τρυγητού η δουλειά.

Ποιος αθώρητος άγγελος θάρχεται τώρα κοντά μου να με γλυτώνη από αμέτρητους πειρασμούς! Κανένας, κανένας πια τώρα παρά η μάννα μου, και κείνη δεν τα ξέρει πια όλα τα μυστικά βάσανά μου. Την έκαμε ξένη τη μάννα μου το Σκολειό! Πού να το φανταστή ο γέρος πως άνοιξε μπροστά μου τέτοιον γκρεμνό! Χωράτευε με την παιδιακήσια μου την αγάπη, και δεν τόξερε πως με σπάραζε. Μήτ' άλλος κανένας δεν τόξερε.

Αυτός τον έφαγε και το μακαρίτη! αναστέναξε ο Μαθιός. Το σκουλήκι στην καρδιά. — Την αγαπούσε το λοιπόν με τα σωστά του; ρώτησε ο Θανάσης. Εγώ έλεγα πως χωράτευε. — Γυρεύεις τώρα; είπε ο Γιαννιός. Εκεί που βρίσκεται, κι αν την αγαπούσε τηνέ ξέχασε. Πώς το λες αυτό; είπε ο Μαθιός χτυπώντας το ποτήρι του στο τραπέζι Ξέρεις τι γίνεται μαθές στον άλλον κόσμο; Γύρισε κανένας και σούφερε τα μαντάτα!

Πριόνιζε και χωράτευε, πριόνιζε και χασκογελούσε, πριόνιζε και τραγούδαε βάρβαρα μα νικητήρια τραγούδια. Ο Χαγάνος πονούσε· μάτωναν τα φυλλοκάρδια του, κρύος ίδρωτας έλουζε το κορμί του. Θέλησε να τιναχτή ολόρθος και να χυθή απάνω στο χωριάτη για να του στρήψη το καρύδι. Μα δεν είχε δύναμη. Τα νιάτα, η κορμοστασιά κ' η δυνατή ψυχή του προπάππου του πέσανε χόβολη.

Στον έξω κόσμο μηδέ τώρα δεν ξεστόμιζε τίποτις, επειδή ο Κωστάντιος δε χωράτευε ανίσως και πηγαίνανε σταυτί του τέτοιες ιδέες. Το τι έλεγε όμως με τους Ιεροφάντηδες και τους άλλους δικούς του, δύσκολο δεν είναι να το μαντέψουμε. Και τα προηγούμενά του και τα κατοπινά μας το δείχτουν πως συναγροικιούνταν από τότες με τους Αθηναίους του.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν