United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την αφήκα με τη Γαρουφαλιά, αφού την καθησύχασα με δυο λόγια, κ' ελπίζω πως δε θα της ξανάρθη το φρένιασμα της απελπισιάς. Έτρεχα με τρομάρα κατόπι της, σα βγήκε από το κοιμητήριο, και να την προφτάξω δεν είχα δύναμη. Ο Θεός με φώτισε και πήρα το μονοπάτι και βρέθηκα ομπροστά της τη στιγμή που χύμιζε όξω φρενών κατά τον γκρεμνό.

Ποιος αθώρητος άγγελος θάρχεται τώρα κοντά μου να με γλυτώνη από αμέτρητους πειρασμούς! Κανένας, κανένας πια τώρα παρά η μάννα μου, και κείνη δεν τα ξέρει πια όλα τα μυστικά βάσανά μου. Την έκαμε ξένη τη μάννα μου το Σκολειό! Πού να το φανταστή ο γέρος πως άνοιξε μπροστά μου τέτοιον γκρεμνό! Χωράτευε με την παιδιακήσια μου την αγάπη, και δεν τόξερε πως με σπάραζε. Μήτ' άλλος κανένας δεν τόξερε.

Όλες τις κατάρες κι όλες τις προσευκές τις άκουσα κείνη τη νύχτα. Κατάντησα σα μεθυσμένος. Φάντασμα θαρρούσα πως είμουνα. Δεν το πίστευα πως είμουν εγώ, πως έπαθα τίποτις. Πήδηξα κάτω άμα γλυκόφεξε. Ψυχή πια τώρα τριγύρω. Μήτ' από το χωριό δεν ήρχουνταν κανένα βοητό, καθώς τη νύχτα. Άρχιζαν και κελαϊδούσαν τα πουλιά σα να μην έτρεξε τίποτις. Πήγα προς τον γκρεμνό. Σαν το γίδι κατέβηκα.

Ας βουήξη η χαρά μας κι ας την ακούσουν οι κάμποι και τα βουνά. Έξω το μαντίλι, αδέρφια, και στο χορό. Κωστ. Βιολ. » Οπόθε κατεβαίνει, Κράλ. » Νεραντζοφιλημένη. Βιολ. » Από γκρεμνό γκρεμίζεται, Σαράντ. » Το νεραντζοφίλημα. Βιολ. » Στο περιβόλι μπαίνει, Θαν. » Νεραντζοφιλημένη. Κωστ. Με μέθησε, μάννα μου, η χαρά σου, κι άλλος άνθρωπος έγινα. Σήκω, γλυκειά μου μάννα, σήκω κ' έμπα κ' εσύ στο χορό.

Σα να μ' έστειλε ο Θεός και τη βρίσκω τη δύστυχη στην τρομερή αυτή μοναξιά. Δέσπω. Μήτε βογκητό μήτε στεναγμός δεν ανεβαίνει από το μαύρο το χώμα. Έρμη, έρμη έμεινα πια στον κόσμο! Ας σύρω και ας ρίξω στον γκρεμνό το κορμί μου, τα όρνια να το φαν και να πετάξουνε στα ξένα να της πουν της Αρετούλας ταμέτρητα βάσανά μου. Συνέσ.

Σκοτίδ' άσ'βος , επανέλαβεν ο παπά-Αζαρίας, το φεγγάρι θ' αργήση τρεις ώραις... πώς θα πας ως εκεί, μοναχός σου;... Κακοστρατιά, κλεφτότοπος... θα πέσης 'σε κανένα γκρεμνό να κατασκοτωθής. — Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω;... είπε ψοφοδεής ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο πάρεδρος. Ο παπά-Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε πνευματικόν τι.

Κάμε το σταυρό σου, και πέτα το στον γκρεμνό! Γλήγορα, γιατί πλάκωσαν! Να, γύρισε να τους δης εκεί κάτω. Σφίξε τα δόντια σου, και στον γκρεμνό. Πέτα το, σου λέω, πέτα το, στον γκρεμνό, στον γκρεμνό, γλήγορα κ' έρχουνται, να τους! Αυτή, που ως τώρα μισογόγγυζε καθώς έτρεχε, άξαφνα βγάζει μια φωνή που αντιλάλησε το βουνό. Δε βάσταξε πολύ η φωνή. Γυρίζω να δω, κι άλλο δε βλέπω παρά τον γκρεμνό!

Θα σου την κάμω λοιπόν τη χάρη, και δε θα τα πω. Νάρθης όμως μαζί μου να πάμε κάτω κατά το δρόμο της σκάλας, εκεί, κοντά στον γκρεμνό, που πήγα μαζί με το γέρο Βασίλη εκείνο ταπομεσήμερο, να δω το κακό που γινότανε μέσα στη φουρτουνιασμένη τη θάλασσα. Όλο το χωριό είταν εκεί μαζεμένο, και κοίταζε. Τι να κοίταζε!