United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τη βραδεία δε και συντόμω αυτής καρώσει, εταράσσετο υπό ονείρου φρικαλέου. Έβλεπε τον άνδρα της ουχί οποίον ήθελε να τον παραστήση η φαντασία της, η εν τη ενοχή της απαλύνουσα κ' εξιδανικεύουσα τον χαρακτήρα του.

Τη λίμνη να περνάς Με τέτοια ώμορφη βραδειά, Που τα κουπιά σουτα νερά μονάχος να γυρνάς, Και το γλυκό τραγούδι σου να βγαίνη από τα χείληα... Τι θέλγητρο!-τι ζήλια! Χαράαυτόν που βάσανα δεν έχειτην καρδιά!

Η γιαγιά μας κύτταζε με τα μάτια ανοικτά, χωρίς να μας μιλή. Η ματιά της όμως ήτανε παράξενη και μας έκανε φόβο. Ά! χωρίς άλλο, κάτι θάπαθε το βασιλόπουλο και δεν ήθελε η γιαγιά να μας το πη... — Πες το, γιαγιά, πες μας το. Πέθανε το βασιλόπουλο; Η γιαγιά δεν μιλούσε. Η γιαγιά δεν εμίλησε καθόλου εκείνη τη βραδειά. Ήτανε βαριά άρρωστη. Ήλθαν και την πήραν στο κρεββάτι της.

Αυτό. — Ο πατέρας μου τώρα μου είπε πως «πήγα από κάτ' απ' τα παραθύρια καποιανής», και δεν ξέρω πώς, μου ήρθε στο νου αυτό το παραθυράκι, που μου είπες την πρώτη βραδειά που ενταμωθήκαμε. Μπορεί, λες, να το πηδήση ένας άνδρας; — Μπορεί. Ο Αγάλλος έδωκεν έν νόμισμα εις την γραίαν. Εκείνη επήγε ν' αγοράση τρόφιμα από το πλησιέστερον καπηλείον.

Με όλον τον φόβον, και την αγωνίαν, και την αμβλύτητα της διανοίας, ήτις, κατά την ιδίαν ομολογίαν των, ήτο τόσον βραδεία εις το συνιέναι, επέλαμψεν επ' αυτούς τότε η τρέμουσα και αμυδρά ελπίς, ήτις έμελλε ταχέως να γείνη ακλόνητος πεποίθησις, ότι ο Ιησούς όντως ηγέρθη εκ νεκρών.

Βιάζεσαι να φύγεις για την πολιτεία, τα χέρια σου τώρα μου στέλνουνε τα φιλήματα του αποχαιρετισμού και χάνεσαι στο υγρό σκοτάδι.,, Στάσου όμως. Αν πνιγείς αυτή τη βραδειά μπορεί να μη σε ξαναβρώ πια στην πολιτεία...

Τα χοιροσφάγια είνε μεγάλο πανηγύρι στους χωριανούς· εκεί συνάζουνται γείτονοι και φίλοι και γίνεται ατελείωτο φαγοπότι. Αυτή τη φορά ο Κοντοπάνης είχε αφορμή μεγάλη να είνε ανήσυχος· εφοβότανε πως τα χοιροσφάγι' αυτά γίνουντ' επίτηδες για να σκεπαστούν εκείνα που ο γέρω Μαρούπας δε θέλει να φανούνε και για να μιλήσωμε πιο καθαρά, υποψιάστηκε πως τη βραδειά εκείνη μπορεί να έχανε το γαμπρό.

Ούτω όλαι αι φωναί πέριξ του ήχουν εν οργή και βλασφημία, και εν τη μακρά εκείνη βραδεία αγωνία το θνήσκον Ους Του ουδαμόθεν ήκουε φωνήν ευγνωμοσύνης ή ελέους ή αγάπης.

Δεν είπε τίποτα ο φτωχός σε κανένα. Σε μια βραδεία έχυσε όλα του τα δάκρυα . . . Εκείνη δε θέλησε να την δη, μόνο έγεινε πολύ μελαγχολικός και ακοινώνητος. . . Αξαφνα μια πρωινή αποχαιρέτισε το μάστορή του κ' επήγε στο μοναστήρι. Την απλή αυτή ιστορία λίγοι την ήξευραν. Ο αδελφός Άνθιμος εσχετίσθηκε ευθύς με τον παππά Συνέσιο.

Εγώ έχασα το θησαβρό μου και δε θα τον ξαναβρώ. Δεν μπορώ πια μήτε να τον κρύφτω μήτε να ζουλέβω. Ναι! θέλησα και γω αγάπη παντοτεινή, μοναδική και γεμάτη. Ξέρω όμως, έμαθα τώρα πως δεν είτανε για μένα. Δε με γέλασε, δε μου είπε, εκείνη τη βραδειά, πως μ' αγαπούσε. Τι να φοβηθώ; Για να φοβάσαι, πρέπει ή να σ' αγαπά ή τουλάχιστο να στο λέη.