United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πριν όμως πάρουν τέλος, δούλευε πάντα τάλλο, ατέλειωτο ζήτημα, της θρησκείας. Είδαμε στην ιστορία του Ζήνωνα πως το Ενωτικό είχε γεννήσει δυο ενάντια κόμματα, τους φανατικούς ορθόδοξους, κι αυτοί είταν οι Ακοίμητοι, και τους φανατικούς μονοφυσίτες, και λέγουνταν αυτοί Ακέφαλοι.

Έπεφτα σ' ατέλειωτο βάθος. Γύριζαν οι τοίχοι, γύριζε όλος ο κόσμος. Πού να βασταχτή πια ο κόσμος δίχως εκείνη! Θα χαλάση ο κόσμος, κόλαση θα γείνη το χωριό, θα ρημάξη το σπίτι μας, θα μπη ο μαύρος ο πόνος μες στην καρδιά μου και θα την κάμη για πάντα δική του! Φεύγει πια η παρηγοριά μου, φεύγει η δύναμη που με διαφέντευε μέσα στον κόσμο, που με γέμιζε θάρρος κ' ελπίδα.

Και 'ςτα λουμάκια οι ζιζικάδες εσυγκρατούσαν τ' ατέλειωτο και μονότονο τραγούδι τους. Τα πουλάκια της ερημιάς δεν ακουγόταν. Πετούσαν από κλαρί σε κλαρί με ξανοιγμένα τα στόματα από την κάψα, ζητώντας δροσιά, βουβά κι άλαλα, με την αγωνία ζωγραφισμένη 'ςτα μικρά ζωηρά ματάκια τους. Η γαλατσίδα, η σχοιναριά και το χαμοκέρασο ανάδιναν βαριά σύσμιχτη μυρουδιά, θερμασμέν' από την αχτίδα.

Κι' επειδή ήταν ένα ατέλειωτο φρρσς-φρρσς, μονολόγησε μ' έκπληξη: — Φ ρ ί σ σ ες τηγανίζει η θάλασσα! Ο σύντροφος του γραφέας ήρθε και πάλι κοντά του και του είπε: — Τεμπελιά λοιπόν και άγιος ο Θεός. Έτσι περνάμε μεις οι φυλακισμένοι. Ο Ρένας χωρίς να θυμώσει του απάντησε: — Ποτέ, κακομοίρη μου, δεν ήσουνε πιο κουτός από σήμερα.

Εγώ νέα ήθελα, πάντοτε νέα, με ακμή και δύναμη και τελειότητα πάντοτε, τόμο απάνουτον τόμο που να έχη ένα σκοπό, να εξυπηρετή μίαν ιδέα, ν' αποτυπώνη πιστά και καθαρά και μεγάλα μίαν εποχή ολάκερη. Ο σημερινός έλλην καλλιτέχνης, σε όποιον κλάδο και αν ανήκη, βρίσκεται πάντα μέσα σε θησαυρόν ατελείωτο και δεν χρειάζεται παρά να σκύψη για να γεμίση τους κόρφους του.

Ο περιορισμός δεν τ' άρεσε και φυσικά δεν τ' άρεσε κ' η μελέτη. Ο νους του ήταν μερόνυχτα πεσμένος στα τρεχάματα, στα παιγνίδια και στα ξεφαντώματα. Πανηγύρι ατέλειωτο η ζωή του. Για τούτο κ' οι χωριάτες έλεγαν ξάστερα πως δεν ήταν προκοπή από δαύτον. Η κυρά Πανώρια η μάννα του έπεφτε σε απελπισία.

Μέσα στη χαύνωση που είχε βυθιστεί όλη η κοιλάδα, ο ψίθυρος του νερού του φαινόταν να είναι το μουρμουρητό του πυρετού και το τραγούδι των γρύλλων ένα ατέλειωτο μοιρολόι. Όχι, η ζωή που έκανε ο Τζατσίντο δεν ήταν εκείνη που αρμόζει σε έναν έντιμο άνθρωπο που έχει το φόβο του Θεού.

Χαίρετε, νύφη και γαμπρέ με πεθερό το Δία, χαίρετε! κι άμποτε η Λητώ, που τα παιδιά φροντίζει, πολλά παιδιά, καλά παιδιά στους δυο σας να χαρίση κ' ίσην αγάπη και στους δυο να στείλ' η Αφροδίτη, κι ο Ζευς να κάνη αμέτρητο κι αμέτρητο το βιος σας για νάνε πάντα ατέλειωτο και πάντα να πηγαίνη από φαμίλια αρχοντική σ' αρχοντική φαμίλια.

Η χλωμή λάμψι που ανάδιναν τα κληματοφρύγανα, με το λυπητερό τους, σαν παράπονο, τριζοκόπημα στη φλογισμένη αγκαλιά του φοβερού στοιχείου, ήταν σε μιαν άκρη αντίθεσι, με τον βαθυγάλαζο, τον ατελείωτο ουράνιο θόλο με τ' αμέτρητα, τα διαμαντένια του άστρα, που με το εξαίσιο, τρεμουλιαστό λαμποκόπημά τους, έχυναν την άσβεστη φεγγοβολή τους στο χωρικό δείπνο.

Ποδάρια γυμνά σέρνουνταν μέσα στο ατέλειωτο αυτό παλιοσαράγι, παπούτσια χωριάτικα έτριζαν σκιές βιαστικές διάβαιναν, φουστάνια με χωριάτικα χρώματα πηγαινοερχώνταν, πλεξίδες μαύρες και ξανθές ανέμιζαν εδώ κι εκεί, μαύρες και καφετιές σκέπες, και κίτρινα κλαρωτά μαντήλια σε γεροντικά κεφάλια, σα κοριτσιάτικα κεφαλάκια, κουνούνταν πέρα δώθε, κι ένα πέλαγος από χωριάτικο θηλυκόκοσμο με ψιθυρίσματα και λόγια, που μόλις έφταναν στ' αυτιά μου, αντηχούσε τόση ώρα τόρα.