United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ξεύρω αν θα μείνωμε και άλλην μίαν βραδειά εις το βουνό να ξενυχτίσωμεν. — Και εις αυτό το μέρος λέγουν πως είνε λύκοι. — Λύκοι! είπε μετά τρόμου η Αϊμά. — Σου λέγω, ο δρόμος μας είνε χαμένος, επανέλαβεν ο Γύφτος. — Και τώρα τι να κάμωμεν; είπεν η Αϊμά συνάπτουσα τας χείρας. Ο Γύφτος περιέβλεψεν εισέτι επί τινα χρόνον εξετάζων τα πέριξ, περιήλθε το μέρος, και επέστρεψε προς την Αϊμάν.

Και μια βραδεία την ώρα οπού ανάπτουν τα φώτα, ολίγας εβδομάδας μετά τον θάνατον της Κουκκίτσας, διεδόθη εις το χωρίον: — Βρυκολάκιασεν η Κουκκίτσα! Ο παπά-Κονόμος το ήκουσε κατά πρώτον την ώραν οπού εδιάβαζε τον Απόδειπνον εις το σπίτι του, διά να ησυχάση.

Αγαπητή Καρολίνα, αφήστε μου ακόμη λίγο καιρό σε ησυχία, όλα θα διορθωθούν! — Ένα πράγμα μόνον σας ζητώ, Βέρθερε: να μην έλθετε πρώτα από τη βραδειά των Χριστουγέννων.! — Πριν να προφθάση ν' απαντήση εμπήκε στην κάμαρα ο Αλβέρτος. Είπαν το «καλησπέρα» με ψυχρότητα και άρχησαν να περιπατούν μαζί στο δωμάτιο με αμηχανία.

Μα βέβαια πως τα μάτια του τα ωραία και τα συλλογισμένα, θα τα θόλωσε λύπη ακόμα πιο πικρή παρά τη βραδειά που τον είδα, την ώρα τη θλιβερή, που από την Ελλάδα μακριά μακριά, έμεινε ολομόναχος, παραιτημένος, καταφρονεμένος, την ώρα που κατάλαβε τον τόπο τον αχάριστο και που για πάντα σβήσανε τα μάτια του τα μεγάλα. Θαρρώ πως κάποιο χρέος να τα θυμάται έχει σήμερις κ' η Ελλάδα.

Και διακόπτων την διήγησίν του λέγει: — Αν είναι, θαρθή απόψε, παπά-Κονόμε. Ο ιερεύς ανετινάχθη επάνω. Ο βοσκός εξηκολούθησεν: — Δεν της έκαμες σήμερα τα σαράντα; Ε, αν είναι, απόψε θαρθή. Εφάνηκε τη βραδειά που απέθανε, στα τρίμερα και στα νηάμερα· καθώς σου είπα, θα φανή και στα σαράντα. Δεν είναι δυνατόν. Ο αγρότης περίεργος υπελόγιζε τας ημέρας και ανέμενε την νέαν οπτασίαν.

«Ώρα επτάμιση· γλυκυτάτη σελήνη, γλυκυτάτη βραδειά. Ανέρχομαι την οδόν Φιλελλήνων, σταματώ εις την απέναντι της ρωσσικής εκκλησίας μεγάλην οικίαν. Κτυπώ, μου ανοίγουν και ανέρχομαι. Ευτυχώς ο κ. Ροΐδης ευρίσκεται εις τον οίκον του, όπου μόνον τοιαύτην ώραν δύνασαι να τον εύρης.

Όταν ήλθεν η ημέρα της πόστας, τον βλέπω κ' εμβαίνει με τον σάκκο του κ ο ν α κ ι ο ύ στην αμασχάλη, και με το τουφέκι στον ώμο του. — Τώρα πια, μητέρα, είπε, το κεραστικό δεν θα πηγαίνη σε ξένα χέρια. Αύριο που θα σε φέρω το γράμμα του Γεωργή, θα μου το δώσης εμένα. Ορίστε; Είχαν περάσει κοντά δώδεκα μέρες από κείνη τη βραδειά, που του το είχα εμποδίσει.

Γυρίζει η κόρη 'ςτο χωριό, της μάνας της το λέει: — Γλυκειά μανούλα, για νερό 'ςτή βρύση που με στέλνεις Κάθε βραδειά πεντάμορφος λεβέντης μ' ανταμώνει, Που ροβολάει απ' τα βουνά αλαφοκυνηγώντας.

Είταν παραμονή της πρωτοχρονιάς εκείνη τη βραδειά, κι' η γυναίκα άλλο από λίγο ψωμί αραποσίτικο δεν είχε και στενοχωριώταν. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα κι' ένα παλληκάρι, μίλησε κρυφά με τη γυναίκα, βγήκε έξω στην αυλή, έπιασε ένα πετεινό, τον έσφαξε και σένα κομμάτι ώρας τον έβαλαν στη χύτρα να βράση.

Ήρθε την άλλη την βραδειά η λυγερή να μάση· Κ' εκεί που γύρω 'ςτά μαλλιά, 'ςτά στήθηα, 'ςτο κορμί της Τα κάρφωνε ένα ένα Διαμάντια γίνονται με μιας, και λάμπουν σαν αστέρια, Κ' ένα μεγάλο κ' έμμορφο πούχε 'ςτο μέτωπό της Χύνει περίσσιο γύρω φως και λάμπει σαν φεγγάρι.