United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Κοκκίτσα την καθησύχασε με λόγια παρηγοριάς, και άρχισε να εφαρμόζη επ' αυτής διαφόρους αλοιφάς και έμπλαστρα, τα οποία ουδόλως ετελεσφόρουν. Δευτέρα προσεκλήθη η Σταματώ, πτωχή χήρα, κ' η Κονδύλω η αδελφή της, αλβανόγλωσσοι αι δύο, καταγόμενοι από μίαν των νήσων του Σαρωνικού. Αύται εξήσκουν εντριβάς επί του σώματος της ατυχούς γυναικός.

Εκεί που λέγει: Δεν σταματώ τον πόλεμον, τας αιματοχυσίας Πριν του Πριάμου του τρανού ο ένδοξος υιός Έκτωρ Φθάση στα πλοία, στας σκηνάς μέσα των Μυρμιδόνων· Μπρος στη δική μου την σκηνή, στο μελανό μου πλοίον Τον Έκτορα εις την ορμήν, θαρρώ, θα σταματήσω.

«Ώρα επτάμιση· γλυκυτάτη σελήνη, γλυκυτάτη βραδειά. Ανέρχομαι την οδόν Φιλελλήνων, σταματώ εις την απέναντι της ρωσσικής εκκλησίας μεγάλην οικίαν. Κτυπώ, μου ανοίγουν και ανέρχομαι. Ευτυχώς ο κ. Ροΐδης ευρίσκεται εις τον οίκον του, όπου μόνον τοιαύτην ώραν δύνασαι να τον εύρης.

Απαιτείται μακρός χρόνος να διηγηθώ τα των ποιητών, οι οποίοι με θειότερα στόματα τα του βίου προφητεύουσι• πόσον κλαίουν την ζωήν• έν δε μόνον, το αξιολογώτατον, θα ενθυμηθώ, το οποίον λέγει: «Ούτω οι θεοί προώρισαν εις τους δυστυχείς θνητούς, να ζώσι λυπημένοι». Ο δε Αμφιάραος τι λέγει; «Εκείνος τον οποίον εγκαρδίως ηγάπα και ο Ζευς ο κρατών την αιγίδα και ο Απόλλων, δεν έφθασεν εις το γήρας». Ο δε διδάσκων «να θρηνή ο γεννηθείς, διότι έρχεται εις τόσα κακά», πώς σου φαίνεται; Αλλά σταματώ μήπως παρά την υπόσχεσίν μου μακρύνω τον λόγον ενθυμούμενος και άλλων.

Και κινώντας προς αυτόν διά να τον φθάσω, ιδού και ακούω οπίσω μου μίαν φωνήν, που με έκραξε, καρτέρει, ω Βεζύρη, καρτέρει. Εγώ δε ευθύς σταματώ το άλογον, και στρέφω να ιδώ, και βλέπω τον βασιλέα που βγαίνει από το κάστρον με τα μάτια φλογερά, και με το σπαθί εις το χέρι. Τρέχει προς εμέ με μεγάλην βίαν και μου λέγει.

την προσευχήν να πέσω δεν ημπορώ· και όμωςαυτό σφοδρά με σπρώχνουν και θέλησις και προθυμιά· του εγκλήματός μου η δύναμις νικά την δύναμιν της γνώμης· και ως άνθρωπος, 'πού δύο τον βιάζουν χρέη, σταματώ και διστάζω ποιο να προτιμήσω, και αφίνω και τα δύο· και αν το κολασμένο τούτο χέρι άλλο τόσον ήθελε χοντρύνη με αίμ' αδελφικό, τάχ' αρκεταίς δεν έχει ο γλυκός ουρανός δροσιαίς να το λευκάνη ωσάν το χιόνι ; και εις τι άλλο χρησιμεύει το έλεος ειμή το κρίμα ν' αντικρύση ; και η προσευχή διπλήν την δύναμιν δεν έχει, πριν πέσωμε να μας κρατή, και, αν πεσημένους μας εύρη χάμω, την συγχώρεσιν να φέρη; Λοιπόν τα μάτια προς τον ουρανόν! εσβύσθη το ανόμημά μου· αλλά και ποιος αρμόζει τύπος προσευχής εις εμέ; «Τον μιαρόν μου φόνον συγχώρεσέ μου»; Αυτό δεν γίνετ' όταν έχω ολοένα εκείνα, οπούτον φόνον μ' έχουν σπρώξη, τον θρόνον, την βασίλισσάν μου και την δόξαν.

Ίσως πης πως το χρυσάφι τον νικά τον κάθε φόβο, και γλυκό πως είνε πράμα ο πλούτος• μα δεν μ' αρέσει ν' αγροικώ στ'αυτιά μου κατηγόριες, κ' εγώ τον πλούτο να κρατώ, ούτε και λύπες νάχω• μ' αρέσει μέτρια ζωή, που λύπες να μην έχη• ποιες ευτυχίες έχω εδώ, πατέρα μου, άκουσε τες: πρώτα την ησυχία μου που οι άνθρωποι τη θέλουν• λίγες φροντίδες, και κακός ποτέ κανείς δεν ήρθε να με ταράξη• κι' ούτε αυτή την αηδία αισθάνομαι να σταματώ το βήμα μου μπρος στους κακούς ανθρώπους• κάνοντας στους θεούς ευχές, ή με θνητούς μιλώντας, υπηρετώ τους ευτυχείς κι' όχι τους λυπημένους• και όταν τούτοι φεύγουνε, εκείθε φθάνουν άλλοι που με καινούργιους να μιλώ ευχαριστούμαι πάντα• κι' αυτό που πρέπει ο άνθρωπος, και όταν δεν το θέλη να τόχη, πούνε σύμφωνο και με τη φύσι,—ο νόμος,— δίκαιον πάντα με κρατεί 'μπρος στου θεού τα μάτια• αυτά συλλογιζόμενος, θαρρώ πως είνε πειο καλά ετούτα εδώ, απ' όσα εκεί έχετε σεις, πατέρα.

Αλλά πριν στο μεγαλείον της Ελλάδος ανατρέξω, Είνε φρόνιμον εν πρώτοις το λαρύγγι μου να βρέξω Με καμμία σοκολάτα, ή κανένα παγωτό, Για να μη βραχνιάζω διόλου και τον λόγον σταματώ. Κάθε ρήτωρ, κύριοί μου, πριν ακόμη ομιλήση, Είν' απόλυτος ανάγκη τον λαιμό του να δροσίση, Επειδή αλλοιώς βραχνιάζει, και το βράχνιασμα τον κάνει Την σειράν των ιδεών του και του λόγου του να χάνη.

Την αυτήν σχεδόν απάντησιν έλαβον παρά των υπαλλήλων του σιδηροδρόμου . . . Δεν εδέχθησαν ποσώς, λέγοντες, ότι ήσαν υποχρεωμένοι να παρέχωσι πάντοτε ελευθέραν διάβασιν εις τους ξένους τους επισκεπτομένους την πατρίδα των». Σταματώ κατ' ανάγκην, διότι μ' εμποδίζει ο γέλως να σου αντιγράψω περισσότερα.