United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η καρδία αύτης, καίτοι προ πολλού εκτραχυνθείσα υπό της σχολαστικότητος και φιλαρεσκείας, κατείχετο υπό είδους τινός ανησυχίας, ενώ εσυλλογίζετο ότι έμελλε μετ' ολίγον ν' απομακρυνθή ανεπιστρεπτεί του συντρόφου εκείνου, από του οποίου εις διάστημα δέκα πέντε ετών ουδέ στιγμήν απεχωρίσθη.

Όσον μάλλον εθεώρει την μορφήν ταύτην, τόσον μάλλον επείθετο περί της ομοιότητος, και περί της πιθανής ταυτότητος του προσώπου. Την τρίτην ημέραν η Σιξτίνα ήλθεν εις πειρασμόν να εκστομίση προς το εν λόγω πρόσωπον τα αισθήματα υφ' ων κατείχετο. Αλλ' οίμοι!

Τας βαρείας εκείνας λέξεις τας οποίας εξεστόμισεν ο Λαλεμήτρος τας τελευταίας ημέρας της αναχωρήσεώς του, ότε κατείχετο υπό της δεινής εκείνης ψυχικής στενοχωρίας, τας λέξεις εκείνας ήδη η Θωμαή, εν ταις στιγμαίς ταις φλογεραίς του έρωτος, αντιθέτως εξήγει, ως ρηθείσας από της μεγάλης προς αυτήν αγάπης, ότε, καταχρεωμένος εκ των μεγάλων εμπορικών του ζημιών, εγίνετο πρόσκομμα εις τον άνετον συζυγικόν των βίον, όστις θ' απέβαινεν ούτως αδιάκοπον μαρτύριον.

Ανήρ βασιλοπρεπής, αρχικός, δραστήριος έχων ισχυράν συνείδησιν της βασιλικής δυνάμεως και της υψηλής και μεγάλης του θέσεως, κατείχετο υπό φιλοδοξίας να φανή αληθής Ρωμαίος αυτοκράτωρ.

Ο ταλαίπωρος Περεγρίνος ή, όπως αυτός ηρέσκετο να αυτονομάζεται, ο Πρωτεύς, έπαθεν ακριβώς ό,τι και ο Πρωτεύς του Ομήρου• διότι αφού υπέστη μυρίας μεταμορφώσεις και περιπετείας, χάριν της διαφημίσεως• επ' εσχάτων μετεμορφώθη και εις πυρ• υπό τοσαύτης δοξομανίας κατείχετο.

Όταν εισήλθεν εις την κατοικίαν του αυλητού, δεν εγνώριζεν ότι την στιγμήν εκείνην ο παράφρων κατείχετο υπό παροξυσμού και άμα τον είδεν έτρεξε και έκλεισε την θύραν, έπειτα έσυρε μαχαίρι, έδωκε δε εις τον ιατρόν αυλούς και τον διέταξε να παίξη. Και επειδή ο ιατρός δεν ηδύνατο ν' αυλήση, ο παράφρων ήρχισε να τον κτυπά εις τας παλάμας με μάστιγα από λουρί.

Εφαίνετο δε τοσούτον έκδοτος εις το πάθος, υφ' ου κατείχετο, ώστε δεν ενόει το σκαιόν και ύπουλον των απαντήσεων εκείνων. Αφού δ' εσκέφθη επί τινα χρόνον, είπε μετά συγκεκινημένης φωνής·Άκουσε, φίλε μου· αν ήθελες να μου κάμης μίαν χάριν, ειμπορώ να σου την πληρώσω όσον ακριβά θέλεις. Ειμπορείς να μου πης προς ποίον μέρος είνε το δωμάτων, όπου την έχουν φυλακωμένην;

Η Βεάτη ήθελεν αισθανθή φόβον, αν δεν κατείχετο υπό μεγίστης πολυπραγμοσύνης και έμενε χώρος δι' άλλο αίσθημα εν τη καρδία της. Η παράδοσις αύτη έλεγεν ότι μοναχός τις κατοικών το πάλαι εις τα δώματα ταύτα, ασκήσας μεγίστην εγκράτειαν, είχεν αγιάσει.

Συγχρόνως δε τω επήλθε και ιδέα τις, ιδέα ην τω ενέπνευσεν η δειλία, υφ' ης κατείχετο. — Ναι, έτσι είνε, είπε καθ' εαυτόν. Δεν ειξεύρω τίποτε βέβαιον. Δεν έχω αποδείξεις ακόμα. Δεν πρέπει να της ειπώ τίποτε. Αργότερα, όταν θα μάθω. Και οπισθοδρόμησε. Κενόν τι έβλεπε και αυτός ότι είχεν ο συλλογισμός του. Συνεπλήρωσε δε την ιδέαν του ως εξής·Όχι δεν θ' αμελήσω. Ορκίζομαι να μάθω.

Εν τούτοις φοβηθείσα μη απολέση τα πάντα, ενόησεν ορμεμφύτως ότι ώφειλε να υποχωρήση προς καιρόν. Αλλ' η Αϊμά κατείχετο και αυτή υπό υψίστου διαφέροντος. Ήλπιζε ν' ακούση τι παρά της Σιξτίνης περί της τύχης της. Επάλαιε δε μεταξύ διττών αισθημάτων. Η Σιξτίνα τη είπεν·Ας αναβάλωμεν, κόρη μου, αφού δυσκολεύεσαι να το είπης.