United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφτών δεν τ' άγγιξε κανείς· και μοναχά από μένα 335 μου πήρε και κρατάει τη νια που λαχταρούσα· τώρα στο στρώμα ας μου τη χαίρεται!

Καμμιά φορά το νόημα, στο πρώτο διάβασμα, είναι σκοτεινό, και μπορεί να μείνει σκοτεινό όσο κι αν το διαβάσει κανείς· τότε όμως ενεργεί η μουσική του στίχου, και η suggestion που μια λέξη, μια φράση, ένα απλό επίθετο, ξυπνά μέσα μας και χύνει φως απροσδόκητο.

Το είδα στο πρόσωπό της, όταν έμενε μόνη και νόμιζε πως δεν την παρατηρεί κανείς· κι όταν το πρωτοείδα νόμισα πως έτρεχε κάτι μεταξύ μας. Τη ρωτούσα συχνά γι' αυτό και μου είναι δύσκολο να πω αν είταν η αγάπη μου ή η φιλαυτία μου, που μ' έκανε να νομίζω πως η ευτυχία της δεν έπρεπε να θολώνεται από άλλο τίποτες παρά από εκείνο που αφορούσε εμέ. Έβλεπα πως τη βασάνιζα φοβερά με όσα τη ρωτούσα.

Ο πρωτότοκος του, ο Αριστόδημος, έδειξε από μιας αρχής πως έμοιαζε του πατέρα του στα όνειρα. Ούτε θέληση ούτε ενθουσιασμός του έλειπε για να συνεχίση το έργο εκεινού. Είχε βέβαια κρίση και μόρφωση αρκετή για να το βλέπη δύσκολο· μα η ψυχή του δεν ήθελε να το παραδεχτή και αδύνατο. Ο δεύτερος, ο Δημητράκης, ήταν ακόμη άγουρος και δεν τον ελογάριαζε κανείς· φαινότανε αψής και ανυπάκουος.

Άλλος κανείς· μήτε ο καπετάν Παλούμπας! Κ' εξακολούθησα ταχτικά να φυσώ τον κόχυλα και να κινώ της καμπάνας το γλωσσίδι με σπαραγμό, λέγεις κ' ήθελα να την σπάσω. — Μπου!... Μπου!... Νταγκ!... νταγκνταγκ!... Εκείνη την ώρα τον καπετάνιο ακούω με φωνή, πεισμωμένη να κράζη κοντά μου το μικρό ναυτόπουλο.

Τότε λέγει μας ο καραβοκύρης· ας ετοιμάσωμεν τους τάφους μας, ότι από εδώ δεν είνε πλέον ελπίδα σωτηρίας· όσοι κατήντησαν εδώ δεν ελευθερώθη κανείς·

Ο δε βασιλεύς με αφηκράζετο με προσοχήν, μα αντίς να με κάμη να μου έβγη ο φόβος, μου λέγει· εγώ είμαι περισσότερον σκοτισμένος από εσένα, και δεν ημπορώ να καταλάβω πώς ημπορείς να ευρίσκεσαι εις το κρεββάτι μου, και εις τον ίδιον καιρόν ορθή να μου μιλής. Αυθέντη, του λέγω εγώ, τίποτε δεν ημπορώ να καταλάβω από την ομιλίαν που κάνεις· μίλησέ μου, σε παρακαλώ, καθαρώτερα διά να σε καταλάβω.

Διότι, ότι μεν η ψυχή μας υπήρχε και προτού έλθη εις αυτήν την τωρινήν μορφήν, δεν ισχυρίζομαι ότι δεν έχει αποδειχθή πολύ ευφυώς, και πολύ αρκετά, εάν δεν είναι δυσάρεστον να το είπη κανείς· ότι όμως εξακολουθεί ακόμη να ευρίσκηται κάπου, και αφ' ού ημείς αποθάνωμεν, τούτο μου φαίνεται ότι δεν απεδείχθη.

Μπα μπα σε καλό σου! ακούστηκε πίσω του η φωνή της κόρης. Ακόμα δεν ήρθες κ' έπιασες τη δουλειά! — Δε μένει καιρός για καθισό, Ελπίδα· ούτε στιγμή δε μένει καιρός... Εκεί κάτου στο σπίτι μας μουχλιάζει κανείς· είνε ναρκωμένος ο αέρας. Εδώ φυσάει δροσερός και ζωογόνος. Κεντάει τα νεύρα μου στη δουλειά, σαν το σπιρούνι το γερό τ' άλογο.

Αν όμως δεν θέλη, δεν την εβίαζε και κανείς· ηδύνατο να πάρη το αρνάκι της και να πάη από εκεί που ήλθε. Ο χωρικός ωμίλει αυστηρώς, αλλά δεν είχε και άδικον. Η Μάρω ωμολόγησε τούτο καθ' εαυτήν, αλλά ν' αφήση τον Γιάννο μοναχόν! Και μόνη η υπόθεσις την εβασάνιζε. Καλλίτερα επροτίμα να φύγη, να διανυκτερεύση μαζί του έξω, εις την ερημιά, παρά να τον αφήση μόνον