Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Την αγαπώ με την ψυχή και την καρδιά μου όλην, Όπως κανείς δεν αγαπά στον κόσμο τον απάνω, Κι’ όμως αυτή δεν μ’ αγαπά, δεν θέλει να με πάρη.... Μου γύρισε την προξενιά, την τίμια μου αρραβώνα, Που χίλιες μου την γύρεψαν και χίλιες τη γυρεύουν, Κι’ από τον πόνο τον πολύ κι’ από την εντροπή μου Ήρθα στην άκρη του γκρεμού κι’ από ψηλά να πέσω Στη σκοτεινή την άβυσσο, στη αγκαλιά του Χάρου.

Όταν επανήλθεν εις τα βουνά του, σαν να έφυγε μία ομίχλη σκοτεινή από τον εγκέφαλόν του και ένα βάρος που εδέσμευε τα μέλη του. Του εφαίνετο ότι ήτο ελεύθερος, όπως τα πουλιά που επετούσαν γύρω του.

Ήδη η ημέρα έκλινε προς την δύσιν, αλλ' ούτε ο Μάχτος εφάνη, ούτε ο Θευδάς επανήλθεν εκ της αποστολής. Τα μελανά και πεπυκνωμένα νέφη εκάλυπτον πάντοτε τον αιθέρα, και η σκοτεινή εκείνη ημέρα εφαίνετο προωρισμένη να μεταβή εις την νύκτα, όπως μεταβαίνει τις εκ του ληθάργου εις τον θάνατον, άνευ παρηγόρου βλέμματος, άνευ επαισθητής πνοής, άνευ χρυσών νεφών και άνευ ανατολής Εσπέρου.

Η αγκάλη εκείνη, μυστηριώδης και σκοτεινή, εθεωρείτο απαίσιος διά τους τιμίους θαλασσοπόρους· εχρησίμευε μόνον διά να εκβράζη η θάλασσα τα πτώματα των πνιγομένων, όσους ο αντικρύ κείμενος &Λευτέρης& — η περίφημος αύτη ύφαλος, ην ο Ηρόδοτος ονομάζει Μύρμηκα και ιστορεί ότι ο Ξέρξης διέταξε να κτισθή υψηλόν σήμα επ' αυτήςόσους, λέγομεν, ο Λευτέρης, &ηλευθέρωνε& κατά καιρούς, απαλάττων τα μεν πλοία του βάρους του φορτίου, τους δε ναυβάτας του προσκαίρου άχθους της ζωής.

Τρεμούλα πήρε και τα διο στρατέματα απ' το φόβο· τόσο ξεφώνισε ο θεός που φόνους δε χορταίνει. Πώς σκοτεινή στα σύγνεφα σηκώνεται μαβρίλα σαν πιάνει κακοφύσητος αγέρας με την κάψα, 865 τέτιος κοντά στα σύγνεφα κι' ο Άρης στο Διομήδη φαινότανε όταν στα φαρδιά πετούσε απάνου ουράνια.

ΛΑΕΡΤΗΣ Ας γίνη καθώς λέγεις. Ο τρόπος του θανάτου, η σκοτεινή ταφή του, τρόπαιον όχι, ξίφος όχι, και όχι στέμματο λείψανό του επάνω, ουδέ πομπή καμμία, ουδέ παράταξις τιμής, φωνάζουν τόσο από τον ουρανόντην γην, ώστε με βιάζουν το πράγμα να εξετάσω. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αυτό πρέπει να γίνη και οπού το έγκλημα ευρεθή να πέσ' η αξίνη. Τώρα, παρακαλώ σε, φίλ', έλα μαζί μου.

τη σκοτεινή του φυλακή, γαλανοφορεμέναις, Απλόνουν τα φτερούγια τους κ' επάνωθέ του ανοίγουν Βαθύν απέραντο ουρανό και του τον αστερόνουν Μ' αθάναταις ενθύμησαις, μοσχοβολιαίς του τάφου. Καταίβηκε ο Φιλόθεος με θυμιατότο χέρι Και λιβανίζει κ' ευλογά.

Αλλ' η πατρίδα, όσο γλυκειά κι' αν είναι, χωρίς μάννα, χωρίς πατέρα, χωρίς αδέρφια, χωρίς πρωτοξάδερφα, όπως είμουν εγώ έρημος, μου φαίνονταν μαύρη και σκοτεινή, κι' έτσι, ύστερα από τρία χρόνια, παντρεύτηκα την θυγατέρα του αφεντικού μ'... — Παναγιά μ'! Ζουρλάθηκες, παιδί μ'! Τ' είν' αυτά που μου λες; Ξεφώνησε απελπιστικά η κάκω η Μήτραινα.

Εστάθη εις το χάσμα της θύρας, εκύτταξε μετά προφυλάξεως έξω, δεξιά, αριστερά, άνω, κάτω του δρόμου· δεν είχε ψυχήν ούτε σκιάν. Έβαλε πτερά εις τους πόδας της. Δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ην ήκουε μέσα εις την ψυχήν της, όπου υπήρχε σκοτεινή, σπηλαιώδης ηχώ, το πένθιμον εκείνο κλαύμα του βρέφους. Κ' ενόμιζεν ότι έφευγε τον κίνδυνον και την συμφοράν και την πληγήν την έφερε μαζύ της.

Λες και είπε του αγίου να της πάρη και το μονάκριβό της και να την αφήση έρημη και σκοτεινή στον κόσμο. Μέσα στο χρόνο αρρώστησε ο μοναχογυιός της και μέσα στο χρόνο την άφηκε και πέταξε απ' την αγκαλιά της. «Δόξα σοι ο Θεός!», ξαναείπε πάλι η Δροσούλα, τρελλή απ τον καϋμό της και τα μάτια της τρέχανε σα βρύσες. Δεν είπε πια: «Μη χειρότερα!». Γιατί χειρότερη συφορά δεν ήτανε άλλη στον κόσμο.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν