United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στάσου βέβαιος ότι εγώ είμαι εκείνη η ταλαίπωρος Δηλαρά, που σε εδέχθηκα εις το σπήτί μου με τον βασιλέα Μοργάν· και που με τα άπρεπά μου μετωρίσματα, σε έκαμα μισητόν προς τον βασιλέα και που πρέπει να με στοχασθής διά μίαν μεγάλην έχθρισσαν, με το να είμαι εγώ η αιτία της συμφοράς σου. Παύσε, ω κυρά μου, απεκρίθη ο Κουλούφ, παύσε εις το να ονειδίζεσαι. Ο ουρανός έτσι ηθέλησεν.

Και απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνον Οδυσσέας• «Κάθε άλλην έχε μέριμναν, Αλκίνοε• δεν ομοιάζω των αθανάτων, πώχουσι των ουρανών τους θόλους, 'ς την πλάσι, και 'ς τ' ανάστημα• θνητός άνθρωπος είμαι. 210 και όσους θνητούς γνωρίζετε να δέρν' η δυστυχία, 'ς τα πάθη εδύνομουν εγώ να συγκριθώ μ' εκείνους• κ' είχα εγώ ακόμη πλειότερα κακά να εξιστορήσω, όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν. είμ' άθλιος• αλλ' αφήστε με για τώρα να δειπνήσω• 215 ότι άλλο πράγμ' αναίσχυντο δεν είναι ως η κοιλία• τον εαυτόν της η σκληρή να στοχασθής σε βιάζει, όσα και αν έχης βάσανα και λύπαιςτην ψυχήν σου. κ' εγώ 'χω λύπητην ψυχή, και ιδού πάντοτ' εκείνη ζητεί να φάγω και να πιω, και όσα 'χω παθημένα 220 μου σβύνει από τον λογισμό και να γεμίση θέλει. σεις πάλι όλα ετοιμάσετε, άμα φωτίσ' η ημέρα, όπως πατήσ' ο άμοιρος την γην την πατρικήν μου, αν και πολλά 'παθα κακά• να ιδώ, και ας αποθάνω, το κτήμα μου, τους δούλους μου, και το υψηλό παλάτι». 225

Κύριε, απεκρίθη ο Αμπτούλ γεμάτος από ταπείνωσιν, εσύ έχεις βεβαίως αιτίαν να παραπονεθής από τον δυστυχή Αμπτούλ· κάνει χρεία, ότι κάποιον από όσα έκαμα δεν θα σου αρέση, και ζητείς να μου επιστρέψης τα δώρα, που σου έστειλα; Όχι, όχι απεκρίθη ο Καλίφης, μη γένοιτο αυτό, εγώ είμαι πολλά σκοτισμένος από τα ευγενικά σου καμώματα, και από τες δεξίωσές σου, και μάλιστα διά τα πολύτιμα δώρα σου, τα οποία υπερβαίνουν εκείνα των βασιλέων· και αν είχα την άδειαν διά να ειπώ εκείνο που στοχάζομαι, ήθελα σου ειπεί πώς πρέπει να μην είσαι τόσον ελεύθερος εις το να μοιράζης τον πλούτον σου· επειδή και πρέπει να στοχασθής ότι κάμνοντας έτσι εξ αποφάσεως πρέπει να τον ολιγοστεύης.

Βλέπεις εσύ μου είπεν ο οδηγός μου, αυτά τα κοράσια; ετούτες οι ουράνιες τουρές προξενούν την αγαλλίασιν των πιστών· εις εσέ είναι άδεια μόνον να τες στοχασθής από μακρόθεν, χωρίς να τες πλησιάσης κατά το παρόν δεν ημπορείς να τες απολαύσης επειδή και ο Άγγελος του θανάτου δεν σε εσήκωσεν ακόμη από τον θνητόν κόσμον.

Ακολουθώντας την ομιλίαν ο βεζύρης, άκουσε, αγαπητή μου Χαλιμά, της λέγει· αυτός ο πραγματευτής είχε πενήντα όρνιθες και ένα πετεινόν, και εις φύλαξιν αυτών ένα σκύλλον· τότε βλέπει ο πραγματευτής τον σκύλλον, και τρέχει κυνηγώντας τον πετεινόν, και του λέγει ο σκύλλος· ξεδιάντροπε πετεινέ, δεν βλέπεις ότι ο αυθέντης μας είναι εις μεγάλην λύπην και κινδυνεύει να χάση την ζωήν του, διά την γυναίκα του την κυράν μας, οπού του ζητεί να της φανερώση ένα μυστικόν τέτοιον, οπού κινδυνεύει η ζωή του, και όλοι οι δούλοι του σπιτιού είμεθα εις μεγάλην λύπην, ότι ο θάνατος του αυθέντου μας είναι η δυστυχία μας, και συ χωρίς να στοχασθής τίποτε χαίρεσαι και καβαλικεύεις τις όρνιθές σου με τόσην αδιαντροπιάν; Απεκρίθη ο πετεινός εις τους ονειδισμούς του σκύλλου, και λέγει του· να σου ειπώ, ο αυθέντης μας, ως φαίνεται, έχει ολίγην γνώσιν να λυπήται τόσον, και να μην ημπορή να κρατή εις την υποταγήν του μίαν γυναίκα· και εγώ που έχω πενήντα, όλες τις κρατώ εις τέτοιαν υποταγήν, οπού ό,τι να τους ειπώ ευθύς με υπακούουν, και κάνουν το θέλημά μου· και αυτός έχει μίαν, και δεν ηξεύρει να την σωφρονίση; Λέγει ο σκύλλος· και τι θέλεις να της κάμη διά να σιωπήση; Άκουσε, φίλε σκύλλε, λέγει ο πετεινός· Έπρεπεν ο αυθέντης να κλεισθή μαζί της εις το ίδιον σπίτι, ύστερα να πιάση ένα ξύλον να της δώση ένα καλόν ράβδισμα και τότε θέλεις ιδεί πώς του υποτάσσεται.

Ύπάγε, αχάριστε άνθρωπε εις τον οντά σου· σου δίδω διορίαν οκτώ ημέρας διά να στοχασθής και αποφασίσης· δεν θέλω να έχης αιτίαν διά να με κατακρίνης πως δεν σου έδωσα καιρόν να στοχασθής· μα αν ύστερον από αυτήν την διορίαν δεν ήθελες αποφασίση να κάμης ότι ζητώ από εσένα, καρτέρει όλην εκείνην την εκδίκησιν μιας γυναικός καταφρονημένης, που ημπορεί να κάμη ο θυμός της.

Εσύ δεν έχεις αιτίαν ακόμη να χαρής, του απεκρίθηκα· επειδή και δεν την είδα σήμερον, πρώτην φοράν που θα μεταβγή κατά την συνήθειαν, σου τάσσω πως θέλω την θεωρήσει με στοχασμόν, με όλον που θα ήξευρα πως θέλει μου προξενήσει την μεγαλυτέραν ζημίαν που θα στοχασθής.

Ω Κεριστάνη απάνθρωπη, ημπορείς να στοχασθής, αν εγώ ημπορώ να υποχρεωθώ εις όλα σου τα σκληρά καμώματα, χωρίς να μη σε ονειδίσω; όχι, εις πείσμα όλης της αγάπης, που έχω προς εσένα, είναι αδύνατον να ημπορέσω να συνηθίσω εις τους νόμους σου.

Η γλυκυτάτη σου μορφή, μου είπε, με έκαμε να σε αγαπήσω από την πρώτην ώραν που σε είδα, και είμαι τόσον φερμένος δι' εσένα που καταλαβαίνω, ότι δεν ημπορώ να ζήσω χωρίς την αντάμωσίν σου· μα όσον μεγάλη και ζωντανή είνε η φλόγα που με ανάπτει, μη στοχασθής ποτέ ότι θα σε δεξιωθώ ωσάν μίαν σκλάβαν, μα επιθυμώ να σε λάβω γυναίκα μου, διά να σε βάλω εις τον θρόνον της Θέμπας.

Αυτός ευθύς έπεσεν εις τους πόδας μου, και φιλώντας τους μου έκανε μεγάλες ευχαρίστησες· εγώ τον εσήκωσα και του εφίλησα το μέτωπον· έπειτα του είπα· ημπορούσες ποτέ να στοχασθής ότι εγώ να μη σε συντρέξω με την βοήθειάν μου εις την ανάγκην, εις την οποίαν διά την αγάπην μου ήσουν; επαίδευσα τον αυθάδη Κασέμ, ο οποίος εστοχάζονταν να κυριεύση το βασίλειόν σου, και να αρπάξη την Σχυρίναν διά να την βάλη εις τον αριθμόν από τες σκλάβες του.