United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδέχθηκα το πρόβλημα του προφήτου Χεδέρ, και έμεινα εις την συντροφιάν του πλέον παρά έναν χρόνον· μα με όλες ετούτες τες ευφροσύνες εκείνου του ωραίου τόπου δεν ημπορούσα να είμαι ήσυχος· η ενθύμησις της Γαντζάδας με έκανε να δοκιμάσω, ότι εγώ ήμουν ακόμη κολλημένος εις τον κόσμον· η επιθυμία διά να την ιδώ μου εσύγχιζε την ανάπαυσιν και πιστεύω ότι και η ίδια απόλαυσις των κορασίων δεν ήθελεν με κάμει να την εβγάλω από τον λογισμόν μου.

Εγώ ούτε εφανταζόμουν πως θα ήρχετο να μ' εύρισκεν εκεί κάτω! Είχα μάλιστα φύγει από την Πόλι για να τον αποφύγω. Όταν μια μέρα, εκεί που ζωγράφιζα ένα βυζαντινό ερημοκλήσι, τον βλέπω μπροστά μου! Τι ωραία εκκλησίτσα για ένα γάμο ερωτευμένων σαν κ' εμάς μου λέει. Εγώ εις τας αρχάς δεν εδέχθηκα. Αλλ' αυτός επέμεινε τόσο! Κ ώ σ τ α ς. Ναι! Τι ώμορφη που είσαι!

ΙΟΕΣΣΑ. Με περιφρονείς, Λυσία; Έχεις δίκιο γιατί ούτε χρήματα σου εζήτησα ποτέ, ούτε την πόρτα σούκλεισα να σου πω ότι έχω άλλον μέσα, ούτε σε ηνάγκασα ν' απατήσης τον πατέρα σου, ή να κλέψης τίποτε από την μητέρα σου και να μου το φέρης ως κάνουν η άλλες, αλλ' από την πρώτη στιγμή σ' εδέχθηκα χωρίς πληρωμή και χωρίς δώρα.

Ω του Αδμήτου ανάκτορα, που αν και θεός μεγάλος εδέχθηκα να κάθωμαι στων δούλων το τραπέζι, χαίρετε τώρα. Αίτιος αυτής μου της δουλείας ήτανε ο Ζευς που σκότωσε με ένα κεραυνό του τον γυιό μου τον Ασκληπιόν. Εγώ απ' τον θυμό μου τους Κύκλωπας εσκότωσα, που την φωτιά δουλεύουν και τηνε κάνουν κεραυνούς για τον πατέρα Δία.

Ούτοι μ' εβοήθησαν να επανέλθω εις τον τόπον μου όπου ευρήκα πολλούς μνηστήρας της γυναικός μου διασκεδάζοντας με τα υπάρχοντά μου. Τους εφόνευσα όλους, αλλ' έπειτα εφονεύθην και εγώ υπό του Τηλεγόνου, του εκ της Κίρκης υιού μου, και τώρα ευρίσκομαι εις την νήσον των Μακάρων και είμαι πολύ μετανοημένος, διότι σε αφήκα και δεν εδέχθηκα την αθανασίαν, την οποίαν μου επρότεινες.

Στάσου βέβαιος ότι εγώ είμαι εκείνη η ταλαίπωρος Δηλαρά, που σε εδέχθηκα εις το σπήτί μου με τον βασιλέα Μοργάν· και που με τα άπρεπά μου μετωρίσματα, σε έκαμα μισητόν προς τον βασιλέα και που πρέπει να με στοχασθής διά μίαν μεγάλην έχθρισσαν, με το να είμαι εγώ η αιτία της συμφοράς σου. Παύσε, ω κυρά μου, απεκρίθη ο Κουλούφ, παύσε εις το να ονειδίζεσαι. Ο ουρανός έτσι ηθέλησεν.

Δεν μου έκανε αυτός ετούτο το πρόβλημα διά άλλο, παρά διατί είχε το σεκρέτο να κατασκευάζη κάποια χάπια, που ένα μόνον από αυτά έφθανε να ζωοτροφήση έναν άνθρωπον μίαν ακέραιαν ημέραν ώστε που παίρνοντας αυτός τόσα, όσες ήσαν οι ημέρες, που έπρεπε να κάμωμεν εις το ταξείδι, ήτον βέβαιος ότι να μη πεινάση· εστοχάζονταν με αυτό να δεχθή πλέον επιτήδειος από εμένα, και δεν το επίστευεν ότι εγώ θα δεχθώ αυτό το πρόβλημα που μου έκανε· μα εγώ γνωρίζοντας τον στοχασμόν του τού εδέχθηκα το πρόβλημα, πώς να ταξειδεύσωμεν χωρίς να φάμε.

Όθεν ο βασιλεύς ηθέλησε να υπάγη να τον ερωτήση ο ίδιος, το αίτιον που δεν εδέχθη την θυγατέρα του· διά το οποίον ο Δερβύσης του είπε· πως εγώ δεν την εδέχθηκα, με το να μην είναι υπήκοη εις τον Ύψιστον, επειδή και αποφεύγει τους ανθρώπους και τους μισεί ωσάν εχθρούς, και δεν θέλει να υπανδρευθή, διά το οποίον ο Καισάγια με εμπόδισε να την δεχθώ ως αναξίαν· μα αν θελήση να διορθωθή, και αλλάξη την γνώμην της, ημπορώ να την δεχθώ, και να της δώσω καμμίαν συμβουλήν διά το καλόν της, εις εκείνο που γνωρίζω συμφέρον εις αυτήν.

Τέλος πάντων εμίσευσε, μα δεν έλαβε καλόν τέλος· ετσακίσθη το καράβι του σιμά εις ένα παραθαλάσιον, και δεν ημπόρεσε να λυτρώση παρά το κορμί του. Τον είδα να γυρίση γυμνόν και τετραχηλισμένον, που μου επροξένησε συμπάθειαν και λύπην. Τον εδέχθηκα εις το σπήτι μου, τον συνέδραμα διά να ξαναγοράση νέες πραγματείες και να επιχειρήση νέον ταξείδι.

Ποτέ δεν τον ήκουσα ν' αναστενάξη, ούτε τον είδα να δακρύση, ούτε ήρθε να μου κτυπήση ποτέ την πόρτα εις ώραν περασμένην της νύκτας, αλλά μόνον που εκοιμάτο καμμιά φορά μαζή μου και αυτό σπανίως. Αλλ' όταν μια φορά ήλθε και δεν τον εδέχθηκαδιότι ήτο μέσα ο Καλλίδης ο ζωγράφος που μούχε στείλη δέκα δραχμές — μ' έβρισε κι' έφυγε.