Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Κ' ενώ κείνοι γευμάτιζαν 'ς το δώμα καθισμένοι, 'ς την πόλιν όλην γρήγορα μηνύτρα βγήκε η φήμη κ' έλεγε, θάνατος φρικτός πως ηύρε τους μνηστήραις. κ' έρχονταν όλοι ως τ' άκουσαν, ένας κατόπι τ' άλλου, 415 με πολλούς θρήνους έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα. τους νεκρούς βγάζαν κ' έθαπτε καθείς τον ιδικόν του· και αυτούς, οπ' ήσαν απ' αλλού, τους θέσαν εις τα πλοία, κ' οι ναύταις 'ς την πατρίδα του καθέναν επεράσαν. κατόπι προς την αγοράν περίλυποι εβαδίζαν· 420 και, άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, ο Ευπείθης εις το μέσο τους σηκώθη να ομιλήση· πόνος τον έσφαζε δριμύς του τέκνου του Αντινόου, 'που πρώτον εθανάτωσεν ο θείος Οδυσσέας· γι' αυτόν τότε δακρύζοντας ωμίλησέ τους κ' είπε· 425 «Μέγα κακό των Αχαιών εργάσθη, ω φίλοι, εκείνος· πολλούς και ανδρείους άλλοτε μες τα καράβια πήρε, και τα καράβι' αφάνισε και αφάνισε και κείνους· και τώρ' άμ' ήλθε φόνευσε τους πρώτους Κεφαλλήναις· ελάτε τώρ' ας τρέξουμε πριν φύγη αυτός 'ς την Πύλο, 430 ή 'ς την αγίαν Ήλιδα των Επειών την χώρα. ας πάμε, ειδέ μή θα 'χουμεν αιωνίαν καταισχύνη· ότι θα μας καταρασθούν κ' οι απόγονοι, αν ακούσουν 'που των παιδιών μας τους φονείς και των αυταδελφών μας εμείς δεν τιμωρήσαμεν· για με χάρι δεν έχει 435 όμοια ζωή· και προτιμώ να ευρώ τους πεθαμένους. πηγαίνουμε, μη 'ς την στερηά να βγουν προφθάσουν κείνοι».
Και τούτο το σημάδι ας το δείξουμε, για να φανεί ξάστερα πόσο λάθεβε ο νομοθέτης, που αφάνισε τα κοινά και μας κάθισε τους δήμους, και πόσο φυσικό είναι στο Ρωμιό να κυβερνά ο ίδιος τα τοπικά του, όπως κυβερνά ο ίδιος και το σπίτι του. Να το σημάδι. Κάτω στο Μωριά ξεφύτρωσαν, κοντά στη Σπάρτη, διάφορες μικρές κοινότητες σα μανιτάρια, ενάντια στο νόμο.
Πως με τες μετοχές του και με τες ψευτιές του, με τες θέσες, τες υποτροφίες και τους γαμπρούς του, μας άφισε γυμνούς σε ξένο τόπο, πως μας αφάνισε, πως μ' ερήμαξε, πως πεινούμε και αν δεν κάμη τίποτες για μένα, θα του χώσω το λάζο μου στην κοιλιά και έπειτα θα πάω να πέσω στη θάλασσα με μια πέτρα ατό λαιμό.
Το πρωτοφανέρωτο αυτό τέρας, που στα μέσα του πρώτου αιώνα φάνηκε στον κόσμο για να παραστήση την αποθέωση της θεριωσύνης, για κακή μας τύχη δεν τούσωνε που αφάνισε την πατρίδα του, παρά πηγαίνοντας με το «Φιλελληνισμό» του καιρού του, κατέβηκε και στην Ελλάδα και της ζήτησε ψεύτικη δόξα μ' αγάπη πιο ψεύτικη.
Τήρα, απ' το χάρο γλύτωσε ο Έχτορας, και βγήκε ξανά στη μάχη φοβερός, που εμείς κρυφή μια ολπίδα τόχαμε πια πως τούφαγε την κεφαλή του ο Αίας. Μα κάπιος του ξανάδωκε θεός τη γιά του πάλι 290 και γλύτωσε ... τηράτε, αφτός π' αφάνισε πολλούς μας, όπως και τώρα λέω ξανά θα γίνει, τι δε στέκει με τόση αντριά έτσι ολόμπροστα δίχως του Δία γνώμη. Μα ελάτε κι' ότι εγώ σας πω, τώρα έτσι ας κάνουμ' όλοι.
Έπαθε ο Άδης ο βαθύς μια σαϊτιά κι' εκείνος, 395 όταν στη μέση των νεκρών, στην Πύλο, ο ίδιος πάλι του Δία ο γιος τον πλήγωσε κι' αφάνισε στους πόνους.
— Το ήξερα πως θα σας ιδώ μια μέρα στο φτωχικό μου· έλεγε φιλώντας το χέρι της κυρά Πανώριας. — Να καθίσω, κόρη μου· είπε κείνη ακκουμπώντας απάνου της. — Ναι· είπε ο Δημητράκης. Είμαστε πολύ κουρασμένοι κ' οι δυο. Ο ανήφορος μας αφάνισε. — Δεν είνε και λίγος! δεν είνε και λίγος, ανάθεμά τονε! είπε ο Μαλαματένιος, τριγυροφέρνοντας σα να τάχε χαμένα. Μα εδώ έγνοια σας, θα καλοπεράσετε.
Σφουγγάρια καλά!» Απ' το Θεό να τωύρη, η σκύλα, μ' αφάνισε... Αλλά και το κάτω πάτωμα, η συνήθης κατοικία της οικογενείας, δεν έμενεν οπίσω εις την καθαριότητα και την επιμέλειαν εκ μέρους της οικοκυράς. Η εστία, οι τοίχοι, η οροφή, όλα έλαμπον.
Απομάκρυνε από με τη μάταιη παρηγοριά. Επίβλεψε τους ύπνους μου για να μη τον ονειρευτώ. Σβύσε, Κύριε, της ευτυχίες που είχα στο πλευρό του. Σκότισε μέσα στο πνεύμα μου τα ηλιοβασιλέμματα που κυττάξαμε μαζί μ' εκείνον· μάρανε τη θάλασσα των σπαρτών που μου είχε δείξει· αφάνισε από μπρος μου ό,τι αυτός είχεν αγαπήσει — τοπεία, μορφές, πολιτισμούς.
Σημαίνει «μάθηση ελληνική», και το είχανε τότες για κακό πράμα. «Αρνησάμενος την κακήν κληρονομίαν του ελληνισμού των εμών πατέρων και γονέων ». Ο Ιουστινιανός όμως το παράκανε· τα ελληνικά το κάτω κάτω — φαίνεται κι από το ύφος του — τα καταφρονούσε, τον ελληνισμό δεν τον αγαπούσε διόλου, και την Αθήνα πια, που είταν του ελληνισμού η στερνή αποφεγγιά, την αφάνισε, διάλυσε και το Πανεπιστήμιο .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν