United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας περασμένος κόσμος ξυπνούσε μέσα του, και είδε τον εαυτό του κάμποσα χρόνια μικρότερο, να χορεύει στ' αλώνι του χωριού του. Τι έλεγε το όργανο; Ήχους γνωστούς, ήχους σκόρπιους στη συνείδησή του, τώρα πάλι μαζεμένους. Τα μάτια του ήτανε καρφωμένα στη φυσαρμόνικα και στον παίχτη. Ταξείδευε μαζί του σ' άλλους κόσμους.

Άραγε να τον πέταξε κι αυτόν κανένας σαν τη Χλόη; Άραγε να τόνε βρήκε κι αυτόν ο Λάμωνας, όπως εγώ τη Χλόη; Άραγε να ήτανε κοντά του και σημάδια όμοια μ' εκείνα που βρήκα κ' εγώ; Αν είναι έτσι, ω αφέντη Πάνα κι αγαπημένες Νύμφες, χωρίς άλλο αυτός άμα βρη τους εδικούς του, θα βρη και κάτι από το μυστικό της Χλόης. Τέτοια στοχαζότανε μονάχος του κι ονειρευόταν ίσαμε τ' αλώνι του.

Οι χωρικοί καταλυπημένοι, ξαφνισμένοι από τ' ανεπάντυχο κακό, απόμειναν σαστισμένοι, ταμπλοβαρεμένοι. Ο νοικοκύρης του λινού, η γυναίκα του, τα παιδιά του, τα κορίτσια, ο σκύλος του, ο μεγαλόσωμος και κατσαρός σκύλος, με χαμηλωμένο κεφάλι, με θολά μάτια κι αυτός, εγώ, όλοι βγήκαμε όξω, τραβήξαμε στ' αλώνι.

Κι ενώ κοίταζε μ' αγάπη τη σταφίδα του που σούρωνε στ' αλώνι κι έπαιρνε στον ήλιο ένα γλυκό μπλε χρώμα, έκανε τόσους καλούς λογισμούς, χαμογελώντας. Με τη σταφίδα αυτή θα πλήρονε τον τόκο στης χώρας τον τοκογλύφο, θ' αγόραζε στο στάρι του για το ψωμί του τον χειμώνα, θάντυνε, θα πόδαινε τα παιδιά του, και κάτι τι ακόμα π' όσο το στοχάζουνταν τόσο και χαμογελούσε γλυκύτερα.

Σε τι οφείλεται αυτό δεν το ξέρω καλά-καλά, νομίζω όμως, ότι οφείλεται στη φήμη του ονόματος του Διγενή, που πολλές εποποιίες στα πέρατα του Ελληνισμού το έχουν. Στην Ήπειρο, ανάμεσα σε πολλά τραγούδια, που άλλο παρασταίνει το Γιάννο να πολεμάη με το Χάρο : « Ο Γιάννος λέει του Χάροντα... » Χωρίς αστένεια κι’ αρρωστιά ψυχή δεν παραδίνω, » Άιντε μας να παλέψωμε σε μαρμαρένιο αλώνι»

Είταν χαρούμενος ο χωρικός, η εσοδεία φέτο πήγαινε καλά, ο καιρός τη σιγουντάριζε πολύ, τ' αλώνι του γέμιζε από διαλεχτό πράμμα· λίγες μέρες ακόμα θ' αποτρυγούσαν, θα λιάζουνταν το πράμμα, θα το κουβαλούσε στην πόλη, θα το πωλούσε τέλος, θα ξέβγαινε απ' τα βάσανα. Και πόσα βάσανα!

Πώς μπορεί να βρίσκεται δω ο Τριστάνος; Πώς θάφευγε μπροστά σας; Πώς δε θα σταματούσε άμα άκουγε τόνομά μου; — Μολαταύτα, Βασίλισσα, τον είδα, και μάλιστα του πήρα ένα από τάλογά του. Κυττάχτε το κει κάτω σελλωμένο στ' αλώνι». Αλλά ο Μπλεχερή είδε τη Βασίλισσα θυμωμένη. Λυπήθηκε, γιατί αγαπούσε τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα. Την άφησε, μετανοιώνοντας που μίλησε.

Εκείνος όμως, αφού έρριξε μια ματιά στον αυλόγυρο του μπακάλικου, ετράβηξε κατά το πλησιέστερο αλώνι, εσύναξε τα ράσα του κ' εκάθησε στην ομαλότερη πέτρα του αλονόγυρου. Παρέκει ήταν τρία τέσσερα χωριανόπαιδα· ο 'γούμενος τα φώναξε, τους έδωκε μερικά στραγάλια που είχε στην τσέπη του και τάβαλε να παλέψουν, για να γελάση.

Στην πλατειά ούγια του ποδόγυρου σειρά ζουγραφιές παρασταίνουν την προσκύνηση τω Μάγων. Στα στήθια της άλλο δεν βλέπεις παρά πολύτιμα πετράδια, και τα μαλλιά της αστράφτουνε στο διαμάντι και στο μαργαριτάρι. Έτσι κ' η αψηλή και καταστόλιστη κορώνα της λάμπει μέσα στ' αλώνι που την τριγυρίζει. Κάθε πρόσωπο της εικόνας εκείνης, σύμμετρο και κανονικό, με μάτια μεγάλα, μόνε σα ορθάνοιχτα κάπως.

Επί αρκετήν ώραν επλανάτο εις τα Λειβάδια, χωρίς να βλέπη τίποτε εκ των γύρω του συμβαινόντων και χωρίς ν' ακούη· και εβάδιζεν οτέ μεν σιγά οτέ δε βιαστικά, αναλόγως της σφοδρότητος των αισθημάτων και των διαλογισμών του· αυτομάτως δε έφθασεν εις το αλώνι όπου την ώραν εκείνην «ελίχνιζεν» ο Σαϊτονικολής.