Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Αυτά 'λεγαν κ' επλάγιασαν^ ολίγον πήραν ύπνο, ότ' η καλόθρονη Ηώ δεν άργησε να λάμψη, του Τηλεμάχου οι σύντροφοι ωστόσο εις τ' ακρογιάλι 495 με βία λύαν τα πανιά κ' έβγαλαν το κατάρτι• κατόπι έλαμναν κ' έφεραν εις τ' άρασμα το πλοίο, έδεσαν τα πρυμόσχοινα, ταις άγκυραις ερρίξαν, και, αφού 'ς την ακροθαλασσιάν εβγήκαν, ετοιμάζαν το γεύμα τους και το κρασί το φλογερό συγκέρναν. 500 και αφού χαρήκαν το φαγί, τότε 'ς εκείνους είπε ο συνετός Τηλέμαχος• «Σεις τώρα προς την πόλι το πλοίο μας κινήσετε• κ' εγώ προς τους αγρούς μου και τους βοσκούς πορεύομαι, κ' έπειτ', αφού θωρήσω τα πράγματά μου, σύθαμπα θα καταιβώ 'ς την πόλι. 505 κ' εσάς θα δώσω πρωινά, μισθόν της συνοδίας, καλό γεύμ' από κρέατα και από κρασί 'σαν μέλι». Τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου• «Κ' εγώ 'πού θε να πορευθώ, παιδί μου; εις τίνος σπίτι θα υπάγω απ' όσους κυβερνούν την πετρωτήν Ιθάκη; 510 ή αμέσως 'ς την μητέρα σου, 'ς το σπίτι σου, θα υπάγω;» Και ο συνετός Τηλέμαχος• «Σ' το σπίτι μας να υπάγης θα σού 'λεγα 'ς άλλους καιρούς, ότι κ' εκεί των ξένων δεν λείπ' η περιποίησις• αλλά δεν σου συμφέρει• εγώ δεν θα 'μαι, ουδέ θα ιδής, φοβούμαι, την μητέρα• 515 ότι συχνά δεν φαίνεται, 'ς το δώμα, των μνηστήρων, αλλ' απ' αυτούς ανάμερα 'ς τ' ανώγ' υφαίνει εκείνη. άνδρ' άλλον θα σου δείξω εγώ, να πας, και τούτος είναι ο Ευρύμαχος, λαμπρός υιός του συνετού Πολύβου, οπού τον βλέπουν ως θεόν εις όλην την Ιθάκη• 520 ο πρώτος είναι και ζητεί μάλιστ' αυτός να πάρη ομού με την μητέρα μου το σκήπτρο του Οδυσσέα. αλλ' αυτό ξεύρει ο κάτοικος του αιθέρα Ολύμπιος Δίας, αν θα τους στείλη την κακήν ημέρα πριν του γάμου». Και τούτ' άμ' είπε, ιδού πουλί επέταξε δεξιά του 525 πετρίτης, γοργός μηνυτής του Φοίβου, κ' εκρατούσε περιστερά μαδώντας την, και τα πτερά της κάτω του Τηλεμάχου ανάμεσον εσκόρπα και του πλοίου, τότε ο Θεοκλύμενος αυτόν εκάλεσε σιμά του μακράν των φίλων, του 'σφιξε το χέρι και τον είπε• 530 «Από θεού, Τηλέμαχε, το πουλί εκείνο εφάνη δεξιά σου• εγώ τ' αντίκρυσα και μαντικό το κρίνω. και άλλην βασιλικώτερην από την γενεά σας δεν έχ' η Ιθάκη, κ' είσθε σεις μεγάλοι 'ς τον αιώνα». Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 535 «Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε• και αμέσως την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη».
Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη• απ' το παλάτι 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν, και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• 345 «Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια, τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση. τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουν 'ς την πατρίδα». 350
Διότι αγνοεί, όπως λέγει, αν υπήρξε ποτέ φιλονικία μεταξύ των Λαβδακιδών και του υιού του Πολύβου. Άλλως τε, κατά την ιδέαν του, μόνον ο Ζευς και ο Φοίβος ως θεοί γνωρίζουν τα μέλλοντα όχι δε και ο Τειρεσίας. Ο Οιδίπους εις όλα αυτά υπωπτεύθη συνωμοσίαν του μάντεως και του Κρέοντος ενατίον του. Έρχετ’ ενώπιόν του ο Κρέων δια ν’ απορρίψη την δεινήν κατηγορίαν.
Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου• «Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι• κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου. 180 όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούν 'ς τον ήλιον αποκάτω, και όλα δεν είναι μαντικά• κ' εχάθ' ο Οδυσσέας πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον. και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις, ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκέντας 'ς την οργή του, 185 για δώρα, οπού 'ς το σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις. αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη• αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον παρακινήσης 'ς την οργή με λόγια αυτόν πλανώντας, κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν, 190 και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει• και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε, 'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης. και τον Τηλέμαχον, εμπρός 'ς όλους, θα συμβουλεύσω• να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του• 195 τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης. και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει, ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος. 200 ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος. και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν, όσον αυτή 'ς τους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει. και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε 205 για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις, όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει».
Ο Κορίνθιος όμως άγγελος ακούσας ότι ο Οιδίπους εφοβείτο το άλλο ήμισυ του χρησμού, κατά το οποίον έμελλε να συνευρεθή με την μητέρα του, ωσάν δια να τους καθησυχάση, τους πληροφορεί , ότι ο Οιδίπους, ούτε του Πολύβου ούτε της γυναικός εκείνου Μερόπης ήτον υιός, αλλ’ ότι αυτός έδωκεν εις τους βασιλείς της Κορίνθου εις νηπιακήν ηλικίαν τον Οιδίποδα και ούτοι τον υιοθέτησαν.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κι αυτός ποιος είναι και τι λέγει τάχα; ΙΟΚΑΣΤΗ Κορίνθιος, και τον θάνατον του Πόλυβου ήλθε, του βασιλέως και του πατρός σου, ν’ αναγγείλη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλήθεια, ξένε; Λέγε, τι μαντάτα φέρνεις; ΑΓΓΕΛΟΣ Αν τούτο ν’ αναγγείλω, άναξ, πρώτα θέλης, γνώριζε πως ο Πόλυβος έχει αποθάνει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς; μη τον δολοφόνησαν; Ή απ’ αρρώστεια; ΑΓΓΕΛΟΣ Σε μια κλωστούλα κρέμεται η ζωή του γέρου.
Η έχθρα πώς εστάθηκεν ανάμεσα στη γενεά του Λαβδάκου και στου Πολύβου το παιδί, ούτ’ άλλοτε άκουσα ποτέ ούτε και τώρα ξέρω, κι έτσι εκδικούμενος εγώ τον σκοτωμόν του Λαΐου, ένοχον τον Οιδίποδα στον λαόν να παραστήσω. Αντιστροφή β΄ Όμως ο Ζευς και ο Δελφικός θεός καλά γνωρίζουν τ’ ανθρώπινα. Αλλ’ απίστευτο κανένας από τους ανθρώπους μάντις στην κρίσι να υπερέχη εμένα.
Του απάντησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• «Τηλέμαχ', εις την δύναμι των αθανάτων μένει 400 των Αχαιών ποιος βασιληάς θε να 'ναι εις την Ιθάκη• και ως κύριος συ το έχει σου, τα σπίτια σου να ορίζης• μήδ' άνθρωπος τα κτήματα τολμήση να σ' αρπάξη με βίαν, ως που κατοικούν άνθρωποι 'ς την Ιθάκη. αλλά συ θέλω να μου 'πης, καλέ μου, για τον ξένο• 405 ο άνθρωπος πόθεν έρχεται; και από ποιο μέρος λέγει ότ' είναι; που το γένος του, το πατρικό του χώμα; μη φέρει κάποιαν είδησι 'που θα φθάση ο πατέρας; ή έρχετ' εδώ γι' ανάγκη του δική του να φροντίση; πώς πήρε κ' έφυγ' έξαφνα! ουδ' έμεινεν ολίγο 410 να γνωρισθή• και πρόστυχος δεν ώμοιασε 'ς την όψι».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν