United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο πλούτος;... βούρκος παχυλός και του τυχόντος κλήρος σπανίως δε τον αποκτάς χωρίς να γίνης χοίρος... η δόξα;... βάλ' της ρίγανη... είς ανδριάς 'στό τέλος και δυσωδία γύρω του κι' υγρών παντοίων έλος, ο έρως δε, που μας ωθεί προς παν κακόν Ιώβειον, από τους νέους ιατρούς λογίζεται μικρόβιον, κι' εγώ εις τούτον φάρμακον σωτήριον ευρήκα μόνον την λύμφην την γνωστήν, οπού την λέγουν προίκα.

Το ψάρι δεν επιάσθηκε. — Το εύμορφον το πράγμα κι απ' έξω σκέπασμα καλόν χρειάζεται να έχη· και εις τα 'μάτια των πολλών η δόξα του βιβλίου αυξάνει, αν τα φύλλα του χρυσοδεμένα ήναι. Ό,τι κι’ αν έχη τ' αποκτάς λοιπόν, εάν τον πάρης, και δεν μικραίνεις δι’ αυτό διόλου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Να μικραίνη! Την μεγαλόνει μάλιστα ο άνδρας την γυναίκα. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Λοιπόν, τι αποκρίνεσαι; ο Πάρης σου αρέσει;

Διότι αι δύο σου μεγάλαι φροντίδες υπήρξαν μέχρι τούδε αυταί, ν' αποκτάς βιβλία πολυτελή και ν' αγοράζης δούλους νέους υπέρ την ηβικήν ηλικίαν και ήδη δυνατούς, πράγμα διά το οποίον πολύ φροντίζεις και επιδιώκεις. Αδύνατον δε αν πτωχύνης να επαρκής και εις τας δύο αυτάς ανάγκας. Άκουσε λοιπόν την συμβουλήν μου και σκέψου ότι μία καλή συμβουλή είνε πολύτιμον δώρον.

Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου• «Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι• κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου. 180 όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούντον ήλιον αποκάτω, και όλα δεν είναι μαντικά• κ' εχάθ' ο Οδυσσέας πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον. και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις, ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκένταςτην οργή του, 185 για δώρα, οπούτο σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις. αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη• αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον παρακινήσηςτην οργή με λόγια αυτόν πλανώντας, κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν, 190 και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει• και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε, 'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης. και τον Τηλέμαχον, εμπρόςόλους, θα συμβουλεύσω• να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του• 195 τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης. και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει, ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος. 200 ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος. και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν, όσον αυτήτους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει. και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε 205 για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις, όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει».

Ως άνθρωπος εις τους πτωχούς πεντάρα δεν δανείζει, αλλ' ούτε ως παράσιτος τους έχοντας σκοτίζει, πρεσβεύων σαν τον Σααδή πως αν δανείζης 'στούς μικρούς κι' από τρανούς δανείζεσαι φίλον ποτέ δεν αποκτάς και 'γρήγορ' αφανίζεσαι, κι' ένας δεν τρέχει να σε 'δή.