United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι να γένη; Είπα κ' εγώ να μ' αξιώση ο Θεός να το παντρέψω, να το βλογήσω, να πιάσω παιδί απ' τα χέρια του, να χαρή κ' εκείνη εκεί που βρίσκεται. Δεν ήτανε το θέλημα του Θεού. Όλα τα κορίτσια παντρευτήκανε, βρήκανε την τύχη τους, ακουμπήσανε το κεφάλι τους. Του σχοινιού και του παλουκιού και βρήκανε τον δικό τους. Είχανε μαννάδες αυτά.

Στα ξένα καιστα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώ περνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι, σαν κι αυτό το χωριουδάκι. Στην κάμαρα της Αρετούλας. Στέκεται η Αρετούλα, και κοιτάζοντας κάποτε στον καθρέφτη βγάζει τα διαμαντικά της και τα φλουριά της. ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ύστερα ΔΕΣΠΩ Αρετ. Χρόνος δεν τα φέρνει όσα μιαν ώρα μπορεί και τα φέρνει.

Στα ξένα καιστα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώπερνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι σαν κι αυτό το χωριουδάκι. Στης Δέσπως. Χαγιάτι. Φώτα αναμμένα. Παίζουν τα παιχνίδια. ΔΕΣΠΩ, ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ Μην το λυπάστε, παιδιά, το κρασί. Πλημμύρα το κρασί, και χαλάζι το μάλαμα! Μάννα, η νύφη, η νύφη να βγη να κεράση πάλε.

Για να βεβαιωθήτε για ό,τι σας λέγω, πάρτε το ράσο του και φέρτε το στα πρώτα χαρακώματα του βασιλείου των λος πάδρες. Δε θα σας χρειαστή πολύς καιρός. Μπορείτε πάντα να μας φάτε, αν βρήτε, πως σας είπα ψέματα. Αλλ' αν σας είπα την αλήθεια, γνωρίζετε πολύ καλά τις αρχές του δημοσίου δικαίου, τα έθιμα, τους νόμους για να μη μας κάνετε χάρη. Οι Αυτιάδες βρήκανε αυτή την κουβέντα πολύ λογική.

Στιβάνια στα πόδια, το κεφάλι τυλιγμένο με μαύρο μαντίλι, στενά όμως φορεμένος κι αυτός, καθώς ο αδερφός του, ο πιο κοσμογυρισμένος από τους δυο. Μ' αποδεχτήκανε λοιπόν και με περιποιήθηκαν και τα δυο ταδέρφια με τη φιλοξενία που την ξέρεις κι από τα δικά σας τα μέρη. Άλλο πράμα αυτή η καλωσύνη. Του πουλιού το γάλα να σου πω πως μου βρήκανε, θα σε γελάσω.

Ένα πρωί πάνω στο καλδερίμι του μεγάλου του σπιτιού με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, τη βρήκανε ξερή τη γρηάΣτάθαινα. Και δίπλα το ραβδί της. Το ίδιο το πρωί ανοίξαν' ένα λάκκο στην αυλή του ΆηΝικόλα και τη θάψανε. Ο νεκροθάφτης πήρε το τσακισμένο το ραβδί και τόρριξε στην αγκαλιά της.

Μπορεί να τονε στέλνει μια μέρα με καμάρι και με περηφάνεια εκεί που ποτίζεται η γης από αίμα, και φυτρώνουν έθνη. Ένα κακό, που άλλες δασκάλισσες από τις μαννάδες ο τόπος δεν έχει! Βρήκανε μια στα παλιά τα χρόνια οι καλοί χωριανοί. Από την Ελλάδα τη φέρανε. Μελπομένη τη λέγανε. Χίλιες μόδες έφερε μαζί της, ξελάγιασε τα κορίτσια, χάλασε και την ομορφιά τους.

Κατεβήκανε στης θεια Πασκαλιάς, και τη βρήκανε και συγύριζε κούτσουρα και τσουκάλια πριχού να πλαγιάση. Ανατρόμαξε στην αρχή, θαρρέψαντας πως είτανε Τούρκοι. Κάθισαν κοντά στη φωτιάλυχνάρι δεν είχεκι άρχισε και την ψιλορωτούσε ο Επίτροπος το τι ήξερε.

Σε μιαν από τις πλημμύρες εκείνες, αφού χάλασαν την Τραπεζούντα κατέβηκαν και στο Βυζάντιο· μα και στη Χαλκηδόνα περάσανε με ψαράδικα, κι αφού νίκησαν εκεί τους Ρωμαίους ξεκίνησαν ως τη Νικομήδεια, τη Νίκαια, την Προύσα. Και σαν άρπαξαν ό,τι βρήκανε, βάλανε φωτιά και γύρισαν πίσω. Οι Ρωμαίοι ως τόσο τι έκαμναν; Είχαν άλλες δουλειές αυτοί τώρα. Μα είχε ο Γαλλιηνός κι άλλες έννοιες.

Δέκα χιλιάδες δεινά πιο μαύρα απ' όσα με βρήκανε, μου φέρνει το αποκοίμισμά μου. Ε! Αινόβαρδε. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Τι διατάζει ο στρατηγός; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να φύγω από δω το γρηγορότερο. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Μα τότε πρέπει να σκοτώσουμε τις γυναίκες μας. Βλέπουμε πώς κάθε σκληρότητά μας τις θανατώνει· αν φύγουμε θα πεθάνουν. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να φύγω. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Αν υπάρχει λόγος σοβαρός, ας πεθάνουν οι γυναίκες.