United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ποιος να είνε ο γαμπρός απόψε; πετιέται και λέει μια γυναικίσια φωνή από το σκοτάδι απομέσα. Είταν η μαζώχτρα η Ασήμω. Άλλο τόσο το χαίρουνταν απέξω αυτή το ξεφάντωμα, σα να τόκαμαν εξεπίτηδες, να τα πιστέψη ο κόσμος. Τούσωναν του Δημήτρη αυτά τα λόγια. Τράβηξε ίσια σπίτι του. Την πέρασε ποδοβολώντας απάνω και κάτω ως την αυγή.

Από την πανώρια εκείνη τη μαζώχτρα διάλεξε τα ψιλούτσικα τα χείλη, το σαγώνι το μυτερό, τα παράπηχτα φρύδια. Άραγες θαποκοιμούνταν εκεί και θα ονειρευότανε σταλήθεια; Άραγες θα σηκώνουνταν αμέσως και θα ξαναπήγαινε στην αγγαρειά της; Ποιος το ξέρει. Συνέβηκε όμως κάτι που την ξάφνισε απάνω στο γλυκονείριασμά της.

Αυτό το βιβλιαράκι είνε δικό σου. Το γιατί φανερώνεται από της "Μαζώχτραςτον πρόλογο. Να μ' αφήσης λοιπό να σου το προσφέρω· μικρό πράμα, θα πης, με μεγάλη όμως πονεσιά δουλεμένο. Μαζί με τη "Μαζώχτρασούβαλα και μερικά άλλα παραμυθάκια, Κρητικά και Νησιώτικα.

Κι αν αποκοτούσε, ας μη χόρευε η Ασήμω· ας μην έβγαινε να τους μαλακώση με τη μυριόχαρη παρουσία της. Μα και κάτι πιο ακριβώτερα θα την πλέρωνε η μαζώχτρα την τούρκικη προστασία, μόνο που ο Χουσεήνης μαγείρευε κι' αυτός ένα δικό του σκοπό μέσα του και δεν τα σήκωνε τα πολλά τους χαδέματα. Τη λογάριαζε για τον Πασά της Κίσαμος αυτός.

Κι ολοτρόγυρά τους οι άντρες όλοι με τα τουφέκια. Έλεγες κ' είτανε στράτεμα και κατέβαινε. Καθώς περνούσε το λείψανο από τη θύρα της εκκλησιάς, που στεκόντανε μερικές από την παρακάτω τη γειτονιά κι απαντέχανε να περάση και νακολουθήσουν κι αυτές, βλέποντας ένας την Ασήμω, ίσια ίσια κείνος που έλεγε την αποβραδινή στο Καπελιό για τανίψι του πως η μαζώχτρα του ρίχτηκε, της πετάει μια βρισιά.

Από τη στιγμή όμως που πήγε και βρήκε το χτήμα του έρημο, γύρω τριγύρω μήτε ψυχή, κι ως τόσο ο κόσμος γεμάτος ζωή κι ομορφιά, γεμάτος χίλια δυο μάγια που η φύση τα στένει να ξυπνήση τη νιότη και να της θυμίση πως την κρατάει αιώνια της σκλάβα, κάτι σαν τρέλλα τον άδραξε τον Πανάγο και τον κατρακύλησε τον κατήφορο. Το γνώριζε πως άλλη μαζώχτρα δεν έμνησκε τώρα παρά την Ασήμω.

Καθώς όταν ψοφήμι πεταχτή σε κατοικημένα λημέρια, κι αρχίζη ώρα με την ώρα και φορτώνεται ο αέρας θανάσιμη βώχα, έτσι και στο χωριό μας το ήμερο, το γελαστό, το καθάριο, μια και τούχυσε στάλα η λυσσασμένη η μαζώχτρα από τα σπλάγχνα της, λες κι άνεμος φύσηξε και μετάδωκε το μόλυσμα από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι, από στόμα σ' αυτί.

Άλλο στον κόσμο δεν είχε παρά τη θεια της την Πασκαλιά, ζαροπρόσωπη και σκυφτή γριά, που σφαλισμένη μέσ' στο καλύβι της κατά την άλλη άκρη του χωριού, περνούσε τις μερούλες της με τα γουρουνάκια της, έχοντας μαζί της και τη μαζώχτρα την Ασήμω, σαν ορφανεμένη που είταν από γονιούς, τουρκοφαγωμένους χρόνια πολλά. Δεν πολυσυφωνούσαν τα χνώτα τους όμως.

Ύστερ' απ' αυτή την κουβέντα, άνοιξε ομιλία για την άλλη την ιστορία, του Πανάγου. Πότε πρόφταξε και πήρε το γύρο της η καινούρια η όψη που της κάθισε ο Πάτερ Χαράλαμπος και μάλιστα δίχως φημερίδα, είνε κι αυτό θάμα που μονάχα στα χωριά γίνεται. Ως κ' οι τρεις οι Τούρκοι το ξέρανε, πως είταν ψέματα και πως έγινε λάθος, κι ανακατέψανε στην υπόθεση μέσα τη Μιχάλαινα, λέει, αντίς τη Μαζώχτρα!

Ήθελε να το ρίξη στην ξαπλωσιά δυο στιγμές και να ζήση, να βυθιστή στα χαδευτικά τα ονείρατα, που το κορίτσι, και μαζώχτρα να είνε, πρέπει να τα γυρέψη. Παράξενο πλάσμα η Ασήμω και μαγικό. Σα να μην είτανε για τέτοια λογής μαζώματα γεννημένη. Τα χέρια της, θα πης, ροζωμένα, από το τρίβετρίβε στο χώμα· μα πάντα μικρουλά και χυτά. Τα στιβάνια της όχι της ώρας, κι' ίσως στραβοπατημένα λιγάκι.