United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια βολά ο φράγκος πρίγκηπας του Ταράντου, ύστερ' από καλό πετσόκομμα πώφαε από το στρατό του Σκεντέρμπεη, τώστειλε ένα πικρό γράμμα για εκδίκηση ο ανεύγενος, που του κατηγορούσε τη γενιά του Σκεντέρμπεη και που παρώμοιαζε τους αρβανίτες του με κοπάδι χαζά κι ασυλλόγιστα πρόβατα... — Του κι τέμενε, του κι τέμενε, παλιοφρέγκ μουρντάρ!

Μον έλα πια ας ποδίσουμε με τ' άτια, και μην τρέχεις ομπρός έτσι ασυλλόγιστα και τη ζωή μού χάσεις250 Τότες τον τήραξε λοξά και τούκανε ο Διομήδης «Μην αναφέρνεις καν φεβγιό, τι μον τα λόγια χάνεις!

Ακολουθεί μετ' ολίγον άλλος συλλογισμός και έπειτα άλλος• και εν γένει το προοίμιον του γέμει συλλογισμών παντός είδους• και η κολακεία είνε άφθονος εις το έργον και τα εγκώμια φορτικά και πολύ ταπεινά, όχι όμως ασυλλόγιστα, αλλά με συλλογισμούς και αυτά.

Εσύ παινιόσουν δα άλλοτες τον καστανό Μενέλα 430 πως τον νικάς στη δύναμη, στα χέρια, στο κοντάρι· μα σύρε κι' αντροκάλεσ' τον στήθος με στήθος τώρα να ξαναβγείτε ... Όμως εγώ σ' το λέω για το καλό σου, να πάψεις, κι' ασυλλόγιστα πολέμους μη γυρέβεις και μάχες με το βασιλιά Μενέλα να μου σταίνεις, 435 μήπως σε στρώσει γλήγορα με το κοντάρι χάμου

Και όμως δεν έπαυεν ακόμη ο σκοτωμός. Η δίψα του αιμάτου όσο επήγαινε όλο εμεγάλωνε. Ίδιοι οι καπετάνοι άρχισαν να αισθάνωνται κάποιο άφαντο χέρι να τους σπρώχνη μέσα στον όλεθρο και δύοτρεις φορές ασυλλόγιστα έφεραν το χέρι στο στυλέτο κ' εγλυκόσυραν τη μισή λάμα έξω από το θηκάρι της. Μα εκρατήθηκαν. — Μωρέ σκυλιά, τι κάνουμε! είπαν αναμεταξύ τους.

Επί τέλους, έσπρωξε βιαίως το πινάκιον, αφού απέφαγε τας τελευταίας σταφίδας του, επέταξεν επί της τραπέζης το χειρόμακτρόν του, και ανήλθε συγχυσμένος εις το δωμάτιόν του. — Άσχημα έκαμα, έλεγε καθ' εαυτόν. Διατί να τον πειράξω με τα ασυλλόγιστα λόγια μου; Και τις η ανάγκη να τα είπω; Αλλά πάντοτε αργά μου έρχεται η σκέψις!

Στο ζητώ στην ψυχή του αφεντικού σου.» Ο Έφις έγινε σκεφτικός. «Ναι, ένα βράδυ, στο πανηγύρι, μου είπε: θα την παντρευτώ…. Για να σου μιλήσω ευσυνείδητα όμως πιστεύω ότι δεν μπορεί να το κάνει.» «Γιατί; Αυτός δεν είναι ευγενής.» «Επαναλαμβάνω, γυναίκα. Δεν μπορεί!», είπε ο Έφις εντονότερα. «Όσο για λεφτά, έχει∙ αυτό δα φαίνεται. Ξοδεύει ασυλλόγιστα.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Σήκω· ‘ς την θύραν μου κτυπούν κρύψου, Ρωμαίε, κρύψου. ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν θα κρυφθώ· εκτός εάν τ' αναστενάγματά μου μου κάμουν γύρω καταχνιάν και κρύψουν το κορμί μου. Τι πράγματ' ασυλλόγιστα! — Ήλθα, αμέσως, ήλθα. Ποιος κτυπά; ποιος είν' εκεί; ποιος σ' έστειλε; τι θέλεις; ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έξωθεν. Να έμβω πρώτα, κ' έπειτα σου λέγω το τι θέλω. Η Ιουλιέτα μ' έστειλε. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ω! τότε καλώς ήλθες!

Μια βολά ο φράγκος πρίγκηπας του Ταράντου, ύστερ' από καλό πετσόκομμα πώφαε από το στρατό του Σκεντέρμπεη, τώστειλε ένα πικρό γράμμα για εκδίκηση ο ανεύγενος, που του κατηγορούσε τη γενιά του Σκεντέρμπεη και που παρώμοιαζε τους αρβανίτες του με κοπάδι χαζά κι ασυλλόγιστα πρόβατα. . . . — Του κι τέμενε, του κι τέμενε, παλιοφρέγκ μουρντάρ!