Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


«Εδώ γιατί 'λθες, αδελφή; ποσώς δεν σ' είδ' ως τώρα 810 να 'ρχεσαι, γιατί κατοικείς μακρυ' απ' εμένα, πέρα. την λύπη παραγγέλλεις με ν' αφήσω και τους πόνους, οπού μου θλίβουν την ψυχή, τα σπλάχνα μου ταράζουν, 'π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα λεοντόκαρδον και μέγανόλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 815 'που εις την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. και τώρα πάλι μου 'φυγε τ' αγαπητό παιδί μουτο πλοίο, κ' είναι αμάθητοτην πράξι καιτους λόγους• για τούτον εγ' οδύρομαι πολύ παρά για κείνον, για τούτον όλη τρέμω εγώ, φοβούμαι μη μου πάθη, 820 ή 'ς τους λαούς, 'που πέρασεν, ή μέσατα πελάγη• ότ' είν' εχθροί κακόβουλοι πολλοί, 'που μηχανώνται να τον φονεύσουν, πριν ελθή οπίσωτην πατρίδα».

«Εσ' είσαι ο μόνος, Άδωνι, από τους ημιθέους »που και στον Άδη κατοικείς κ' έρχεσαι και στον κόσμο. »Άλλος κανείς τη χάρη σου, μηδέ κι ο Αγαμέμνων, «μηδέ κι ο Αίας ο ήρωας, μηδέ κι αυτός ο Έκτωρ »ο πρώτος απ' τα είκοσι παιδιά πούχε η Εκάβη, »μηδέ κι αυτός ο Πάτροκλος, μηδέ κι αυτός ο Πύρρος »που νικητής εγύρισε πέρ' από την Τρωάδα, »μηδ' οι παλαιικώτεροι Λαπίθαι, μηδ' εκείνοι »του Δευκαλίωνος οι γυιοί, μηδέ κ' οι Πελοπίδαι »και μηδ' ακόμα οι Πελασγοί που κατοικούσαν στο Άργος, »μηδέ κανένας απ' αυτούς δεν είχε τέτοια χάρη. »Συμπάθησέ μας, Άδωνι, κ' έλα του χρόνου πάλι »και δείξου μας χαρούμενος και καλοκαρδισμένος. »Πάντα καλοδεχούμενος θε νάνε ο ερχομός σου

Και όμως συ κατοικείς μαζί της, κάτω από την ιδίαν στέγην, και την ανέχεσαι να τρώγη εις το ίδιον μ' εσέ τραπέζι, και την αφήνεις να γεννά εις το σπίτι σου παιδιά, τα οποία είναι εχθροί; Και τώρα που εγώ, φροντίζων και δι' εσέ και δι' εμέ, θέλω να την σκοτώσω, την αφαιρείς μέσα από τα χέρια μου; Ας το σκεφθώμεν όμως μαζίδιότι δεν είναι εντροπή να γίνεται λόγος περί αυτούαν η ιδική μου κόρη δεν γεννήση παιδιά, γεννηθούν όμως απ' αυτήν, θα ταφήσης να γίνουν βασιλείς αυτού του τόπου, της Φθιώτιδος; Και ενώ αυτά θα κατάγωνται από βαρβάρους θα βασιλεύσουν επί των Ελλήνων; Και έπειτα εγώ παραλογίζομαι σκεπτόμενος άδικα, ενώ συ είσαι φρόνιμος; Σκέψου και τούτο• αν έδιδες την κόρη σου γυναίκα εις ένα πολίτην κ' επάθαινε ό,τι έπαθε η ιδική μου, θα το υπέφερες σιωπών; Εν τούτοις χάριν μιας ξένης υβρίζεις τους συγγενείς και τους φίλους.

Ή ζωντανός είσ' άνθρωπος, Και κατοικείς τους τάφους; Χαμογελάεις; . . . αν άφηκας Τον άδην. . . ή ο παράδεισος Ειπέ μου αν σ' έχη. — Μη μ' ερωτάς· το ανέκφραστον Μυστήριον του θανάτου Μην ερευνάς· τα στήθη, Τα στήθη 'που σ' εβύζασαν Εμπρός σου βλέπεις. Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου, Αγαπητόν μου σπλάγχνον, Ανόμοιος είνε η μοίρα μας, Και προσπαθείς ματαίως Να με αγκαλιάσης. Παύσε τα δάκρυα.

Ούτε εις τούτο ημπορώ να σε φωτίσω, κυρά μου. Δεν κατοικώ εδώ. — Και πού κατοικείς; — Είμαι έπαρχος Θήρας. Και θέσας, μηχανικώς την χείρα εις το θυλάκιόν του έψαυσε την εφημερίδα. Ευχαρίστως ήθελε διακοινώσει τα περιεχόμενά της εις την γραίαν, αλλ' εσκέφθη ότι η περίστασις δεν ήτο κατάλληλος και απέσυρε την χείρα κενήν. — Α! Έπαρχος είσαι του λόγου σου, υπέλαβεν η γραία. Και νομάρχης!

ΚΡΕΟΥΣΑ Η πόλις σ' αφιέρωσε, ή δούλο σ' αγοράσανε; ΙΩΝ Ετούτο ξέρω μοναχά: δουλεύω το Λοξία. ΚΡΕΟΥΣΑ Όσο για 'μένα, αισθάνομαι συμπάθεια σε σένα. ΙΩΝ Ίσως γιατί δεν γνώρισα και μάννα και πατέρα. ΚΡΕΟΥΣΑ Μένεις σε τούτο το ναό, ή κατοικείς σε σπίτι; ΙΩΝ Δικός μου είν' όλος ο ναός κι' όπου νυστάζω πέφτω. . . ΚΡΕΟΥΣΑ Σε φέρανε μικρό παιδί, ή νέος έχεις έλθη;

Η Αϊμά δεν απήντησεν. Επεθύμει να φύγη, και δεν ηδύνατο. Το συνέχον αυτήν αίσθημα ήτο κράμα φόβου, συγκινήσεως και δειλίας. — Μήπως ονειρεύομαι; έλεγε καθ' εαυτήν. — Πού κατοικείς; τη είπε μετ' αγαθότητος ο ξένος. Η νέα εψεύσθη. Αγνοώ αν τυχαίως ή εκ προθέσεως. — Κατοικώ πολύ μακράν, εψιθύρισεν. Αλλ' ο άγνωστος έλαβε τότε ενδιαφέρον. — Ειπέ εις ποίον μέρος, διά να σε οδηγήσωμεν εκεί.

ΚΡΕΟΥΣΑ Τίποτα• εξεθύμωσα•γι' αυτό κ' εγώ σωπαίνω, και συ να μάθης μη ζητάς. ΙΩΝ Ποιά είσαι; πούθεν ήλθες; πατέρας ποιος σ' εγέννησε και ποιό είνε τόνομά σου που πρέπει να σου λέμ'εδώ; ΚΡΕΟΥΣΑ Κρέουσα μ' ονομάζουν, ο Ερεχθεύς μ' εγέννησε, πατρίδα μου η Αθήνα. ΙΩΝ Ω συ, όπου στην ένδοξη την πόλι κατοικείς, και που γονειοί σ' ανέθρεψαν γενναίοι, ω γυναίκα, πως σε θαυμάζω!

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν