United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν επανέρχεταί τις διά της διανοίας εις τους χρόνους εκείνους εξίσταται και θαυμάζει πώς και διά τίνων μέσων οι γενναίοι ημών προπάτορες εδυνήθησαν ν' αντιταχθώσι μόνοι προς τηλικαύτην των εχθρών δύναμιν.

Η Ευρύκλεια του απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· 485 «Παιδί μου, ο λόγος σου είν' ορθός και λάθος δεν ευρίσκω· αλλ' άφες να σου φέρω εγώ χιτώνα και χλαμύδα· θα 'χες κατάκρισιν πολλήν οι ώμοι σου οι γενναίοι κείνα τα ράκη να φορούντα μέγαρα σου ακόμη». Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 490 «Από το πυρ πρώτα έχω εγώτα μέγαρά μου χρεία».

Μου κάνει κακό να το σκέπτωμαι. ΛΕΛΑΤα πράγματα τώφεραν έτσι. Πρέπει να είμαστε γενναίοι στη ζωή. Εσύ θα βρης τρόπο να παρηγορηθής στην αγάπη της κόρης σου. Εγώ; Εγώ είμαι μια γυναίκα συνειθισμένη στις περιπέτειες. Δεν είναι η πρώτη φορά. Θα φύγω μακρυά, ποιος ξέρει τι με περιμένει! Ας μη τα συλλογιζόμαστε όμως, Τάσσο. Ας είμαστε εύθυμοι!

ΜΑΚΔΩΦ Καλλίτερα ν' αδράξωμεν το φονικό σπαθί μας, κι' ας τρέξωμεντον τόπον μας τον καταπατημένον, ωσάν γενναίοι άνθρωποι! Αυγή δεν ανατέλλει που χήρες δεν μοιρολογούν και ορφανά δεν κλαίουν, που νέος θρήνος 'ς τ' ουρανού την όψιν δεν ξεσπάνει·κι' αντιλαλεί ο ουρανός 'σάν να πονή μαζί μας και κάθε λύπης συλλαβήν κι' αυτός αντιβοΰζει!

Όχι μόνον δε πατριάρχαι και άλλοι αρχιερείς γενναίοι, αλλ' ενίοτε και απλοί μοναχοί ηδύναντο να επιτιμήσουν τας πράξεις των ηγεμόνων, ιδίως τας εις τον ηθικόν βίον αναφερομένας. Αλλά, μεθ' όλα ταύτα, η δύναμις και η εξουσία του βασιλέως, και η πολιτική και η στρατιωτική, ήτο μεγίστη.

Δηλαδή άραγε, αν είμεθα και οι δύο μας δίκαιοι, δεν είναι λογικόν να είναι δίκαιος και ο καθείς από τους δύο μας, ή, αν ο καθείς από τους δύο μας είναι άδικος, δεν είμεθα τότε πάλιν και οι δύο άδικοι, ή, αν είμεθα και οι δύο υγιείς, δεν είναι και ο καθείς μας; Ή, εάν ο καθείς από τους δύο μας εκουράσθη ή επληγώθη ή εκτυπήθη ή έπαθε οτιδήποτε άλλο, άραγε δεν είναι λογικόν να επάθαμεν και οι δύο μας αυτό; Ακόμη δε, εάν ετύχαινε να είμεθα και οι δύο χρυσοί ή αργυροί ή ελεφάντινοι, και αν αγαπάς γενναίοι ή σοφοί ή έντιμοι ή γέροντες ή νέοι ή οτιδήποτε άλλο θέλεις από όσα συμβαίνουν εις τους ανθρώπους, άραγε δεν είναι πολύ λογικόν και ο καθείς από τους δύο μας χωριστά να είναι τοιούτος;

ΚΕΡΒ. Βέβαια, αλλ' έως ότου το ενόμιζεν αναγκαίον διά την εντύπωσιν, εδείκνυε θάρρος και εφαίνετο ότι δεν υπετάσσετο ακουσίως εις εκείνο το οποίον δεν ηδύνατο ν' αποφύγη, διά να τον θαυμάσουν οι θεαταί. Εν γένει δε τούτο δύναμαι να είπω περί όλων των τοιούτων ανθρώπων, ότι μέχρι της πύλης του Άδου φαίνονται τολμηροί και γενναίοι, αλλ' άμα εισέλθουν παρουσιάζονται οποίοι πραγματικώς είνε.

120. «Τους μεν Λακεδαιμονίους, ω γενναίοι σύμμαχοι, δεν δυνάμεθα πλέον να κατηγορώμεν ότι δεν απεφάσισαν αυτοί τον πόλεμον, καθ' όσον μας εκάλεσαν εδώ σήμερον προς τούτο· διότι ούτω πρέπει οι αρχηγοί, τα ιδιαίτερα συμφέροντα ίσα και αμερόληπτα διαχειριζόμενοι, να φροντίζουν εξαιρετικώς περί των κοινών, αφού εις τας άλλας διακρίσεις αυτοί προ πάντων προτιμώνται.

Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, 300 με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους. έλεγεν όσα υπόφερετο σπίτ' η γυνή θεία, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων, οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. 305 και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας, πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος. άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνοςτα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση. και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι 310 πώς έφθασετην κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα, πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθητον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους·τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη, και τον προβόδατην γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα 315 δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον. πώς πήγετην Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα, 'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· 320 της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη·του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα, να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία, με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους, και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. 325 το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων·ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη, 'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη· οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου· πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας 330 του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος·την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία, πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη, 'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε 335 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση· αλλά ποτέ δεν έπειθετα στήθη την ψυχή του· πώς έφθασετους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος· πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι, και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, 340 με καράβι τον έστειλαντην ποθητήν πατρίδα. και άλλο δεν είπε, ως έπεσεαυτόν ο γλυκύς ύπνος και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη.

Με ένα λόγον πεισθήτε, ω ανδρείοι στρατιώται, ότι πρέπει εξ ανάγκης να φανήτε γενναίοι, καθότι, εάν δειλιάσετε, δεν υπάρχει εδώ πλησίον κανέν μέρος, το οποίον να σας χρησιμεύση ως άσυλον.