United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τι να γίνη; Ποιος του είπε να μάθη όλα του τα μυστικά; Ποιος του είπε να ξεύρη όλες τις κρυψώνες του: Έπρεπε να το έχη πάντα στον νου. Η φτελιά που πάει και ριζώνει στην όχθη του ποταμού καλά δροσίζει τις ρίζες στο νερό, μεστώνει και θεριεύει και με τη γειτονιά του υπερηφανεύεται.

Δε φυλλουριάζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος, Και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει! . . . 'Στά ξένα ποιος θα σε χαρή, και ποιος θα σου γελάση; Πούν' της μανούλας τα φιλιά, τα χάιδια του πατέρα; Πούνε τα γέλοια τ' αδερφού, κ' η συντροφιά του φίλου; Πούν' της αγάπης η ματιαίς και τα γλυκά τα λόγια; Αν αρρωστήσης, ποιος θαρθή 'ςτήν ξενητειά σιμά σου Να σε 'ρωτά τον πόνο σου τα γιατρικά να δίνη 'Στο έρμο σου προσκέφαλο να ξενυχτάη μαζί σου; Κι' αν έρθη μέρ' αγλύκαντι 'ςτά ξένα να πεθάνης, Ποιος θα βρεθή 'ςτό πλάι σου τα μάτια να σου κλείση; Ποιος θα σου λούση το κορμί, ποιος θα σε σαβανώση; Στο Λείψανό σου ποιος θαρθή λουλούδια να σε ράνη; Και ποιος με πόνο θα ριχτή 'ςτό νεκροκρέββατό σου Για να σε κλάψη; Ποιος θα ειπή για εσσένα μοιρολόγι; Αχ! πώς τους θάφτουν νάξερες και πώς τους παν τους ξένους!

Και πού δεν είναι ζωή, πού δεν είναι δύναμις; Η νεότης δροσίζει την ψυχήν μας, η της ζωής απόλαυσις θερμαίνει, η ψυχική μέθη ρίπτει την φλόγα του φλογερού οίνου εις την ψυχήν και τας φλέβας· η ζωηρά, θερμή και ρωμαντική μετά μελαγχολίας τινός και σκέψεως φαντασία του ποιητού αρδεύει με ζωήν θερμότητα και ρωμαντισμόν τας λεπτομερείας του έργου.

Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• Ο Λαερτιάδης είναι αυτός, κάτοικος της Ιθάκης. 555ένα νησί τον είδα εγώ δάκρυ λαμπρό να χύνη, 'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'πού με βία κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάσητην πατρίδα• ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους, όπωςτα νώτα τα πλατειά τον φέρουν της θαλάσσης. 560 και συ, Μενέλαε, του Διός θρέμμα, δεν θέλ' η μοίρα 'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να κλείσης την ζωή σου• αλλάτα όρια σε της γης, εις την ηλύσια χώρα, 'που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθυς, οι αθάνατοι θα στείλουν, όπου ελαφρότατ' η ζωή διαβαίνει των ανθρώπων• 565 χειμώνας όχι αυτού πολύς, όχι βροχή και χιόνι, αλλά Ζεφύρου φύσημα γλυκόπνοο, κινώντας πάντοτε απ' τον Ωκεανό, δροσίζει τους ανθρώπους• ότ' είσαι του Διός γαμβρός, έχοντας την Ελένη.

Μια μέρα περπατούσαμε μαζί στο περιβόλι της Αγάπης. Μαζί μυρίζαμε τα ρόδα· κόφταμε τα μήλα μαζί. Τα ρόδα χρήσιμα δεν είναι· είναι πιο χρήσιμα τα μήλα. Το καλοκαίρι, σα δηψάς, το μήλο σε δροσίζει, και σαν πεινάς, σε θρέφει. Το ρόδο το καημένο άλλη δουλειά δεν ξέρει παρά να μοσκοβολάη.

Η αγάπη τρέχει αδαπάνητη από τα πλατειά στέρνα του και δροσίζει το φλογερό καμίνι της κακομοιριάς. Οι άπιστοι πιστεύουν και υψώνονται οι ταπεινοί· τυφλούς φωτίζει, χωλούς οδηγεί. Τα Ιεροσόλυμα τις πόρτες τους ανοίγουν να τον δεχθούν στεφανωμένον με βάγια. Σύγκαιρα όμως καρφώνουν τον σταυρό που θα βαστάξη το αβάσταχτο κορμί. Ο φθονερός μαθητής τον παραδίνει με φίλημα.

Άτοπον δε είναι και να λέγωσιν, ότι η αναπνοή είναι η είσοδος της θερμότητος, διότι το εναντίον είναι φανερόν, δηλ. ο εκπνεόμενος αήρ είναι θερμός, ο δε εισπνεόμενος είναι ψυχρός• και όταν ούτος είναι θερμός, τότε ασθμαίνοντες αναπνέομεν αυτόν, διότι, επειδή ο εισερχόμενος αήρ δεν δροσίζει αρκετά το σώμα, αναγκαζόμεθα να αναπνέωμεν πολλάκις.

Ούτως ειπούσα η δύσφημος, Χύνει, από δύο ποτήρια Αίμα και πορφυρίζονται Πάντες οι ουράνιοι κάμποι, Η γη και η νήσοι. Ελύθη, ελύθη ως όνειρον Το φάσμα. Καθαρώτατος Ο αέρας καταβαίνει Και δροσίζει τα χείλη μου, Και την ψυχήν μου. Ω Ελλάς! — ω πατρίς μου! Ελπίδων γλυκυτάτων Μήτηρ! σε βλέπω ακόμα Ζώσαν και μαχομένην, Και αναλαμβάνω.

Όλο τη στολίζει, τη χαδεύει, την ξανανιώνει την κακιά της την κόρη· ως και τα κυπαρίσσια της, που πρέπει να είναι φαρμακωμένες οι ρίζες τους, ως και κείνα τα δροσίζει, τα θρέφει, τα μεγαλώνει. Γλιστράει η φύση από τα τούρκικα χέρια σα Νεράιδα, κι όλο βαλσαμώνει, ανεσταίνει, ζωντανεύει. Ως κ' εμάς τα καταφρονεμένα δε μας ξεχνάει. Κοίτα τους επιβάτες, τι σπίθες βγάζουν τα μάτια τους!