United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάρε όμως δυο καλούς ζουγράφους· φαντάσου πως δε διάβασαν ποτές τους μήτ' Όμηρο μήτε Ντάντε. Βάλ' τους να διαβάσουν. Κλείσ' τους έπειτα μέσα σε ξέχωρες κάμαρες, και πες τους να ζουγραφίσουν, ας πούμε το νησί της Καλυψώς κ' έναν κύκλο της Κόλασης, καταπώς τα παράλαβαν από τον Όμηρο κι από τον Ντάντε. Πάρ' τις εικόνες τους ύστερα και κάμε σύγκριση

Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• Ο Λαερτιάδης είναι αυτός, κάτοικος της Ιθάκης. 555ένα νησί τον είδα εγώ δάκρυ λαμπρό να χύνη, 'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'πού με βία κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάσητην πατρίδα• ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους, όπωςτα νώτα τα πλατειά τον φέρουν της θαλάσσης. 560 και συ, Μενέλαε, του Διός θρέμμα, δεν θέλ' η μοίρα 'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να κλείσης την ζωή σου• αλλάτα όρια σε της γης, εις την ηλύσια χώρα, 'που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθυς, οι αθάνατοι θα στείλουν, όπου ελαφρότατ' η ζωή διαβαίνει των ανθρώπων• 565 χειμώνας όχι αυτού πολύς, όχι βροχή και χιόνι, αλλά Ζεφύρου φύσημα γλυκόπνοο, κινώντας πάντοτε απ' τον Ωκεανό, δροσίζει τους ανθρώπους• ότ' είσαι του Διός γαμβρός, έχοντας την Ελένη.

Και ως τ' άκουσε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας εφάρμοσε το σκέπασμα, κ' ευθύς έδεσε κόμπο, πολύτεχνον οπού η σεπτή του 'χε διδάξ' η Κίρκη. και η κελλάρισσα να εμβήτον έτοιμον λουτήρα του είπε• και θερμά λουτρά άμ' είδ' εχάρη εκείνος• 450 ότ' είχε απεριποίητο πολύν καιρόν το σώμα, της Καλυψώς τα μέγαρα απ' όταν είχε αφήσει, όπ' εύρισκεν ωσάν θεός την κάθε ανάπαυσί του. και η δούλαις ως τον έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν, και τον εφόρεσαν καλήν χλαμύδα και χιτώνα, 455 απ' τον λουτήρα εκίνησε να σμίξη τους συνδείπνους. και η Ναυσικά από τους θεούς με κάλλος στολισμένη της καλοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθη. εθαύμαζε κυττάζοντας αυτή τον Οδυσσέα, κ' είπε με λόγια πτερωτά• «Χαίρε, σου λέγω, ω ξένε, 460 όπως οπόταν ευρέθηςτην γην την πατρικήν σου μ' ενθυμηθής, 'που την ζωή πρώτα χρωστάςεμένα».

Κι απάνω απάνω, απλάδα τριγυρισμένη κι αυτή με λογής λογής δέντρα». Κατόπι παρομοιάζει τα φώλιασμά του με της Καλυψώς τα νησί, και τον εαυτό του με τον Αλκμέωνα, σανέ βρήκε την ησυχία του. Έτσι του άρεσκε πάντα του Βασιλείου να γλυκοπαίζη με ταρχαία τα παραμύθια. Ήρθε τέλος εκεί κι ο Γρηγόριος από την Αθήνα. Μήτ' εδώ όμως δεν έκαμε πολύν καιρό ο Γρηγόριος.

«Πατέρα Δία, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος, και πράος, αλλ' ας ήναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη• 10 αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα• κ' εκείνος κείτεται εις νησί με λύπαις και με πόνους, 'ς της Καλυψώς τα μέγαρα της νύμφης, 'που με βία κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάσητην πατρίδα. 15 ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους, 'που να τον φέρουντα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης. και τώρα πάλι μελετούν να σφάξουν τον υιό του, καθώς γυρίζει, 'π' άκουσμα να μάθη του πατρός του 'βγήκε εις την Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία». 20