Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Και ως τ' άκουσε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας εφάρμοσε το σκέπασμα, κ' ευθύς έδεσε κόμπο, πολύτεχνον οπού η σεπτή του 'χε διδάξ' η Κίρκη. και η κελλάρισσα να εμβή 'ς τον έτοιμον λουτήρα του είπε• και θερμά λουτρά άμ' είδ' εχάρη εκείνος• 450 ότ' είχε απεριποίητο πολύν καιρόν το σώμα, της Καλυψώς τα μέγαρα απ' όταν είχε αφήσει, όπ' εύρισκεν ωσάν θεός την κάθε ανάπαυσί του. και η δούλαις ως τον έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν, και τον εφόρεσαν καλήν χλαμύδα και χιτώνα, 455 απ' τον λουτήρα εκίνησε να σμίξη τους συνδείπνους. και η Ναυσικά από τους θεούς με κάλλος στολισμένη της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη. εθαύμαζε κυττάζοντας αυτή τον Οδυσσέα, κ' είπε με λόγια πτερωτά• «Χαίρε, σου λέγω, ω ξένε, 460 όπως οπόταν ευρέθης 'ς την γην την πατρικήν σου μ' ενθυμηθής, 'που την ζωή πρώτα χρωστάς 'ς εμένα».
Να ενθυμηθής όλα εκείνα τα οποία είπες εναντίον του Γοργίου, του Πώλου, του Ιππίου και του Προδίκου και να τα συνθέσης εις την σημερινήν κατηγορίαν, διότι ο κατηγορούμενος είνε δεινότερος από όλους αυτούς.
— Βίασε το μνημονικόν σου να ενθυμηθής, είπεν η Σιξτίνα. Δεν ενθυμείσαι την Ρόδον; — Σας είπα όχι. — Δεν ενθυμείσαι τέλος πάντων τίποτε εκ της παιδικής σου ηλικίας; Η νέα έκαμεν αμφίβολον κίνημα. — Προτού να έλθης εις τον Μωρέαν, πού ήσουν; — Δεν ειξεύρω. — Δεν έζης έως τώρα με τους Γύφτους, καθώς έμαθα; — Ναι. — Και είνε αυτοί οι γονείς σου; — Ποιος ξεύρει;
«Άκου με, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία• εάν ποτε ο πολύβουλος 'ς το σπίτι του Οδυσσέας μερία σου 'καψε παχειά βωδιών ή και προβάτων, τώρα να μου τα ενθυμηθής, και σώσε το παιδί μου, 765 και παύσε την αποκοτιά των πονηρών μνηστήρων».
Πώς; θα μου ειπή. Δεν είσαι εις θέσιν να ενθυμηθής, ότι σε ερωτούσα τι πράγμα είναι το καθαυτό ωραίον, το οποίον εις οποιονδήποτε πράγμα και αν προστεθή, το κάμνει να φαίνεται ωραίον, και πέτραν και ξύλον και άνθρωπον και θεόν και πάσαν πράξιν και παν μάθημα; Δηλαδή, άνθρωπέ μου, εγώ σε ερωτώ τι είναι το ίδιον το κάλλος και σου το φωνάζω όχι ολιγώτερον δυνατά παρά εάν εκάθησο πλησίον μου ως πέτρα, ωσάν αυτήν την μυλόπετραν, χωρίς να έχης αυτιά και εγκέφαλον.
Και αυτό το μελωδικόν του περιεχόμενον είνε αβυρτάκη τις, η ιταλική σαλάτα, κατά την σημερινήν μαγειρικήν γλώσσαν, όπου αλλαχού μεν αναγνωρίζεις τον Κ ο υ ρ έ α τ η ς Σ ε β ί λ λ η ς και τους Δ ρ α γ ό ν ο υ ς του Β ι λ λ ά ρ και την Κ ό ρ η ν της Α γ γ ώ, αλλαχού δε απορείς προς το γνώριμον του μέλους και δεν κατορθόνεις εν τούτοις να το ενθυμηθής.
Θεόδωρος. Πώς, καλέ Σωκράτη; Σωκράτης. Ότι απέδωκες και εις τους τρεις αυτούς άνδρας ίσην αξίαν, ενώ αυτοί κατά την αξίαν έχουν μεγαλιτέραν διαφοράν, παρά όσον διδάσκει η αναλογία της ιδικής σας τέχνης. Θεόδωρος. Καλά έκαμες, καλέ Σωκράτη, μα τον θεόν της πατρίδος μου τον Άμμωνα, και έχεις δίκαιον, και πολύ καλά ενθυμήθης να επικρίνης το λογιστικόν μου λάθος.
Εάν δε σου φαίνεται ότι το παράδειγμα δεν είνε κατάλληλον και ότι δεν ταιριάζει να παρομοιάσωμεν ανθρώπους προς μύρμηκας, να ενθυμηθής τους παλαιούς μύθους των Θεσσαλών, κατά τους οποίους οι πολεμικώτατοι Μυρμιδόνες έγιναν άνθρωποι εκ μυρμήκων. Αφού λοιπόν παρετήρησα τα πάντα επαρκώς και εγέλασα δι' όλα, ετίναξα τας πτέρυγάς μου και επέταξα• δώματ' ες αιγιόχοιο Διός μετά δαίμονας άλλους.
— Καλά, . . και τώρα ενθυμήθης να πάρης γάντια, ευλογημένη; — Το ελησμόνησα· τι θέλεις να κάμω τώρα; — Μη χειρότερα! εψιθύρισεν ο σύζυγος, και διεβίβασε την παραγγελίαν εις τον υπηρέτην, όστις απήντησε μεν μεγαλοφώνως· — Πολύ καλά, αφέντη, αμέσως! Αλλ' εψιθύρισεν όμως σιγά και ήκιστα ευσεβάστως· — Μα . . . αφεντικά, αλήθεια, που όχι καλλίτερα.
— Λοιπόν αυτός είνε ο λόγος, οπού επιθυμεί την συναναστροφήν των μικρών ανθρώπων. Διότι όλοι τον αποφεύγουν, ως να είνε λωβιασμένος. — Δεν υποφέρεται αυτό, είπεν ο Γύφτος. — Εννοώ διατί αναστενάζεις, μάστορη, είπεν ο ξένος. Σου επροξένησα λύπην. Σε έκαμα ίσως να ενθυμηθής τους ιδικούς σου καϋμούς και τα βάσανα. — Εγώ; — Βέβαια. Διότι και η φυλή σας υποφέρει τα ίδια. — Ποία φυλή;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν