United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν θα ημπορούσα να είπω πώς κατά πρώτον η ιδέα εισεχώρησεν εις τον εγκέφαλόν μου· αλλ' αφ' ότου την συνέλαβα, με συνεκλόνισεν ημέρα και νύκτα. Αιτία δεν υπήρχε. Το πάθος δεν συνέβαλεν εις τίποτε. Αγαπούσα αυτόν τον γέροντα. Ποτέ δεν μου έκαμε κακόν. Ποτέ δεν με προσέβαλε. Το χρυσάφι του; Ποτέ μου δεν το εφθόνησα. Νομίζω, ότι επρόκειτο διά το μάτι του! Μάλιστα δι' αυτό!

Και εν ακαρεί, αναμνήσεις ψυχοφθόροι, οδυνηραί, του κατέκλυσαν τον εγκέφαλον . . . Ενώπιόν του εξετυλίχθη η ιστορία του η υβριστική, το επαίσχυντον δράμα, του οποίου θύμα ήτο μόνος αυτός . . Του εξετυλίχθη με όλας τας αποτροπαίους λεπτομερείας του..

Τότε οι ταριχευταί, μένοντες εις δωμάτιον, εκτελούσι το πρώτον είδος της ταριχεύσεως. ως εξής· πρώτον, διά σιδήρου κυρτού, εξάγουσι τον εγκέφαλον διά των ρωθώνων, τουλάχιστον το περισσότερον μέρος αυτού, το δε επίλοιπον διά τινων διαλυτικών ουσιών.

Ηδύνατό τις ανατέμνων τον εγκέφαλόν της να εύρη μόρια εννοιών, αλλ' ουχί ακεραίας εννοίας. Τόσον εκ της πολυχρονίου έξεως του να συστέλλη τας λέξεις είχε μεταβή κατ' αντανάκλασιν ο τοιούτος περιορισμός και μέχρι της σκέψεως, ώστε μη δυναμένη να ομιλή, δεν ηδύνατο πλέον μηδέ να σκέπτηται.

Μόλις άφησα να ξαναπέση το κεφάλι μου εις την πρώτην του θέσιν, είδα να φωτίζεται το λογικόν μου από μίαν λάμψιν, η οποία δεν ήτο άλλο παρά το ήμισυ της ατελούς ιδέας περί απελευθερώσεως, περί της οποίας ωμίλησα προ ολίγου, και εκ της οποίας μόνον το άλλο ήμισυ εκυμάτιζεν αόριστον εις τον εγκέφαλόν μου, όταν εζήτησα να φέρω την τροφήν μου εις τα καίοντα χείλη μου.

Επειδή δε ίσως οι υπαινιγμοί του πατρός ήσαν σκοτεινοί διά τον τραγίσιον εγκέφαλον του υιού της, έσκυψε και του εψιθύρισε: — Η αράδα του Μανώλη μου, που θα τόνε παντρέψωμε με μια ώμορφη κοπελιά.

Ακουσίως της η νεαρά γυνή ενθυμήθη πάλιν τον Οθέλλον και την ρήσιν του· πραγματικαί δε τώρα υπόνοιαι, υφέρπουσαι εις τον εγκέφαλον, σιγά και κατ' ολίγον εις τας αρχάς, ορμητικώτεραι δε βαθμηδόν, την εβασάνιζον. — Να μ' απατά, άραγε; είνε δυνατόν; αυτός, ο τόσον ερωτευμένος προ ολίγου ακόμη, ο τόσον αφωσιωμένος; Αλλά πάλιν, τι σημαίνουν αι απουσίαι αυταί και η ευθυμία του όταν επιστρέψη, η οποία όμως είνε τόσον σύντομος και παροδική; ω! αν μ' απατά . . . Και ερυθρίασεν από εντροπήν και από θυμόν το αβρόν πλάσμα, το οποίον, εν τη φιλαυτία του, επίστευσεν ότι η ευτυχία του θα ήτο ακλόνητος!

Και όταν τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, δεν δύνανται να θέτωσιν εις κίνησιν τον πνεύμονα αυτών, τα δε ένυδρα τα βράγχια αυτών ή διά πάθημα τι ή διά γήρας, τότε αναγκαίως αποθνήσκουσιν. * Ταύτα πάντα είναι θεωρίαι του «Τιμαίου» του Πλάτωνος. Ο Πλάτων θέτει την ψυχήν εις τον εγκέφαλον, διότι εν αυτή βλέπει προ πάντων τον νουν.

Κόσμος ιδεών νέων κατέκλυσε τον μικρόν αυτού εγκέφαλον, και πόθοι παράδοξοι ανέβησαν εις την καρδίαν του. Εστήριξε την κεφαλήν αυτού επί των δύο του χειρών, και η από της αγρυπνίας κόπωσις εκάλει ήδη βαρύν τον ύπνον επί των βλεφάρων του, ότε αντήχησεν οξεία μέχρι του υπερώου η φωνή του κυρίου του, ζητούντος τον καφέν του.

Πώς; θα μου ειπή. Δεν είσαι εις θέσιν να ενθυμηθής, ότι σε ερωτούσα τι πράγμα είναι το καθαυτό ωραίον, το οποίον εις οποιονδήποτε πράγμα και αν προστεθή, το κάμνει να φαίνεται ωραίον, και πέτραν και ξύλον και άνθρωπον και θεόν και πάσαν πράξιν και παν μάθημα; Δηλαδή, άνθρωπέ μου, εγώ σε ερωτώ τι είναι το ίδιον το κάλλος και σου το φωνάζω όχι ολιγώτερον δυνατά παρά εάν εκάθησο πλησίον μου ως πέτρα, ωσάν αυτήν την μυλόπετραν, χωρίς να έχης αυτιά και εγκέφαλον.