United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα μάτια του ήτανε κλειστά και το μέτωπό του λευκό και κρύο σα μάρμαρο. Σα μιαν ασπράδα απ' το φως του φεγγαριού είχε μείνει απάνω στην όψη του. Κι' απάνω απ' το κλεισμένο του στόμα μια λευκή πεταλούδα, ένα φτερωτό φιλί πλανημένο απ' τη μαγική νύκτα, σάλευε τα φτερά της σα να ήθελε ν' αναπαυθή στα χλωμά του χείλια. Μακριά μέσα στη μέση της λίμνης το μονόξυλο έρημο γλυστρούσε απάνω στα ήσυχα νερά.

Η ελπίδα φώλιαζε βαθυά στα φυλλοκάρδια της κάκως της Μήτραινας και τίποτε δεν μπορούσε να την ξεσκαλίση απέκει μέσα. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν μπροστά της, σαν ερμητικό ποτάμι, σαν όνειρο φτερωτό, και παρέσερναν στο διάβα τους νειάτα, κι' ελπίδες, αλλ' η κάκω η Μήτραινα δε σκοτίζονταν καθόλου κι' είχε πάντα την καρδιά της περιβόλι.

Λεβέντη, η περηφάνεια σου, το φτερωτό σου μάτι Σε λεν παιδί της Ρούμελης... Σ' είσ' ο Θανάσης Διάκος; — Και πώς επιάστης ζωντανός; — Δέκα χιλιάδαις κ' ένας. Ο Χάρος μ' απαρνήθηκε και το στερνό μου βόλι, Όπου το φύλαγα για με, σας τώδωκα κ' εκείνο. — Αν έπεφτατα χέρια σου τ' ήθες με κάμει, Διάκε; — Θα σου φορούσα τάρματα να ματωθούμε πάλε. — Μην αγριεύεσαι μ' εμέ.

«Μώρχονταν στο νου πόσες φορές ξαπόστασα και ξεκουράστηκα, κάτω από τον ίσκιο αυτουνού τ' αγαπημένου δέντρου, και πόσες φορές μάλωσα με τον Κοράκη και με το φτερωτό κοπάδι της μάννας μου, — τες κόττες, — που ήθελαν να μ' αρπάξουν από τα χέρια το νόστιμο ψωμότυρό μου.

Αγάπης λόγια σπλαχνικά γοργά να σημαδέψη, Και με πουλάκι φτερωτό του φίλου να τα πέψη. Του φίλου του μοναχικού, και φίλου εμπιστεμένου, Ξενιτεμένου και πικρού, και παραπονεμένου.

Κατακαθίζουν η φωτιαίς... τρέχουν σιμά με φόβο.. Άφαντο τάγιο λείψανο!.. Σκαλίζουνε τη στάχτη Μην εύρουν ένα κόκκαλο, μη ιδούν ένα σημάδι... Τίποτε!.. δεν πιστεύουνε... Σκάφτουνε, ξεδιαλέγουν Τα πεθαμένα κάρβουνα... Τίποτε!.. χτύπα, κέντα, Μια σπίθ' αστράφτει από τη γη... Σηκόνουνε τα μάτια Και βλέπουν ένα φτερωτό, χρυσό δαχτυλιδάκι Που ανέβαινετον ουρανό... Πότε, Θανάση, πότε; Θα νάρθη πάλε να μας βρη και ποιος θα το φορέση Το φυλαχτό σου τακριβό;.. Πότε, Θανάση, πότε;...

Τώρα που θα να πας εκεί, τραγούδι φτερωτό μου, Που θ' ανεβής κατάκορφατην Κιάφα και θα σκούξης «Ο υιός του Νότη απέθανε, ο υιός του Νότη πάει», Τάχα θα νιώσουν μέσα τους μέσ' τα βαθιά τους σπλάχνα Πόνον ακόμα, χαλασμό, τα κορφοβούνια εκείνα; Τάχα θ' αστράψη ο Ζάλογγος, θα μπουμπουνίση ο Πίνδος, Τάχα η Χειμάρρα θα ρυασθή, θα να δακρύσ' η Πάργα;