Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Πλειότερο από τριάντα χρόνια είχαν περάση, που δεν είχαν δακρύσει τα μάτια της κάκως της Μήτραινας, από την πολλή της την ελπίδα. Έκλαιε, έκλαιε η κάκω η Μήτραινα, που δεν ήξερε ως τότε τι θα ειπή κλάμα και πόνος. Έκλαιε τα θαμμένα της τα νειάτα σε τριάντα χρονών και πλειότερο Ξενιτειά. Όλη η πολύχρονη Ξενιτειά του μοναχογυιού της έγεινε ένα καταπότι και την κατάπιε μοναμιάς!

Και ξεφώνιζε κι' άνοιγε την αγκαλιά της με άφατη χαρά, και ροβολούσε δύο-τρία βήματα, αλλ' ο καβαλλάρης εκείνος δεν είταν ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας, ούτε καν χωριανός της, γιατί, άμα ζύγονε προς το χωριό, έπαιρνε τον άλλον τον δρόμο, τραβώντας για ξένο χωριό, κι' η κάκω-Μήτραινα, χαρωπή-χαρωπή, έπαιρνε από κοντά με το βλέμμα της άλλον καβαλλάρη διαβάτη, για το Γιάννη της, όσο που κι' αυτός έπαιρνε άλλον δρόμο, και δεν έφευγε από τ' αγνάντια παρά όταν θόλονε, κι' άρχιζε να χύνεται το σκοτάδι με το σακκί απάνω στη γη.

Τα νειόπαιδα του χωριού πήγαιναν κι' έρχονταν στην ξενιτειά, ποιο σε τρία, ποιο σε τέσσαρα, και ποιο σε πέντε χρόνια, το βαρύ-βαρύ, αλλ' ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας ούτε φαίνονταν, ούτε ακούονταν πουθενά! Όλος ο κόσμος τον θωρούσε χαμένο, και ο προεστός του χωριού τον ξέγραψε από το δεφτέρι του, για να μη πληρόνη η κακομοίρα η κάκω-Μήτραινα το χαράτσι του.

Τόσοι Άη-Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει και καρτέρει, που μπορούσαν να φκιάσουν ακέριο μήνα κι' ο Γιάννης της κάκω Μήτραινας δε φαίνονταν! — Τι να είχε γείνει ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας; — Χωρίς άλλο θα έλυωσαν τα κόκκαλά του άβγαλτα κι' ατάραγα, κάτω από το μαύρο μνήμα, χωρίς κηρί, χωρίς λιβάνι, χωρίς τρισάγιο, χωρίς λουλούδια, χωρίς δάκρυα!

Απ' ομιλία σ' ομιλία μ' αυτόν, και με το «πούθε είσαι» και «πούθε είμαι», γνωριστήκαμε πατριώτες! και τι πατριώτες; Χωριανοί! Είταν ο Κώστας της γειτόνισσας μας της Γιώργαινας! Κι' όταν του είπα, πως είμαι της Μήτραινας του Ζώτου παιδί με κύτταξε καλά καλά, και μου είπε: — «Μωρέ συ είσ' ο Γιάνν'ς ή το φάντασμα τ';» — «Εγώ! όλος κι' όλος

Μισοκαίριασα, μάννα μ'! Της απολογήθηκε ο Γιάννης. Της φάνηκε παράξενο της κάκως της Μήτραινας η κουβέντα του Γιάννη της, γιατί της φαίνονταν, ότι δεν είχαν περάση παρά λίγα χρόνια, τρία ή τέσσαρα μοναχά, αφόντας τον ξεκίνησε, ολωσδιόλου αμούστακο, για τα Ξένα. Παράξενο της φαίνονταν, που τον έβλεπε και μουστακωμένον ακόμα.

Η ελπίδα φώλιαζε βαθυά στα φυλλοκάρδια της κάκως της Μήτραινας και τίποτε δεν μπορούσε να την ξεσκαλίση απέκει μέσα. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν μπροστά της, σαν ερμητικό ποτάμι, σαν όνειρο φτερωτό, και παρέσερναν στο διάβα τους νειάτα, κι' ελπίδες, αλλ' η κάκω η Μήτραινα δε σκοτίζονταν καθόλου κι' είχε πάντα την καρδιά της περιβόλι.

Τι καλούδια θα σας φέρη ο Γιάνν'ς μου ολωνών, όταν έρθ'!... Και τα παιδιά, ακούοντας ότι ο Γιάννης της Μήτραινας. θα τους έφερνε καλούδια, προντίζονταν και την άφιναν ήσυχη. Πέρασαν χρόνια και χρόνια, που εξακολουθούσε η κάκω η Μήτραινα να ελπίζη, κι' όλο να ελπίζη.

Αλλά, πού περνούσαν αυτά από το νου της κάκως της Μήτραινας! Μπάξ' ο Θιός να της έκανε κανείς τέτοιον λόγο! Τον έτρωε με τα σκουτιά!...

Το σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι' αχολογούσε από φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει, κι' ο ήλιος έβγαινε πίσω από τα σύννεφα.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν