United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ως ήτο η φαντασία των ζωηρά εκ των ακουσθέντων περί αυτών, εφάνησαν και αι τέσσαρες νεάνιδες εις τους οφθαλμούς των πολύ ωραιότεραι παρ' ό,τι ήσαν, ηπλωμένης περί αυτάς και χρυσής νεφέλης ευσεβείας και αρετής, υπό την οποίαν έθελγεν ακτινοβολούσα η σωματική καλλονή των, ως ο αδάμας εντός πλουσίου φωτός. Ο γέρων ευφροσύνως ήκουσε την ανέλπιστον πρότασιν.

Ας λέγη καθένας ό,τι θέλει, δεν ειμπορώ να τα βάλω με τον κόσμον εγώ. Ο Μάχτος κατελήφθη υπό παραδόξου αισθήματος, γείτονος προς τον ενθουσιασμόν, και εσίγησεν. Ούτε η άφιξις του πατρός αυτού, ούτε παν άλλο γεγονός ηδύνατο να διαταράξη την ευτυχίαν αυτού, διότι ησθάνετο αλλόκοτον και ανέλπιστον ευτυχίαν. Εάν έβλεπε την Αϊμάν ευτυχή, θριαμβεύουσαν, λατρευομένην, θα ήτο δυστυχής.

Εις τοιούτον ανέλπιστον φαινόμενον εγώ έμεινα εκστατική, στοχαζομένη πώς είνε δυνατόν να έμεινε αυτός ζωντανός εις μίαν πόλιν που όλοι μετεμορφώθησαν εις λίθους· ίσως εδώ να είναι κανένα απόκρυφον της φύσεως ή της μαγείας έργον.

Εις την άφιξιν του πλοίου τούτου οι Αθηναίοι, μετά τας προσφάτους εν Ευβοία ατυχίας των και εκείνας αι οποίαι επήγασαν εκ των εσωτερικών ταραχών, μαθόντες τοσούτον ανέλπιστον ευτυχίαν, ανέλαβαν πολύ θάρρος και ενόμισαν ότι, εάν ενησχολούντο μετά ζήλον εις τας υποθέσεις των, υπήρχεν ακόμη ελπίς να υπηρετήσουν.

Αλλ' είναι νυν καιρός να έλθωμεν εις τα καθ' έκαστα της χρήσεως του β' δανείου. Η Ελληνική κυβέρνησις διέθετε λοιπόν θεωρητικώς εν Λονδίνω 1,150,800 Λ. ή 28,770,000 φράγκων, ποσόν ανέλπιστον διά κράτος μη ανεγνωρισμένον και τρέχον καθημερινώς τον κίνδυνον να εξαφανισθή.

Μετά δε την ανέλπιστον ταύτην επιτυχίαν, οι μεν Συρακούσιοι αναλαβόντες πάλιν θάρρος, ως και πρότερον, απέστειλαν τον Σικανόν μετά δεκαπέντε πλοίων εις τον επαναστατημένου Ακράγαντα, διά να υποτάξη την πόλιν ταύτην, εάν δυνηθή, ο δε Γύλιππος ανεχώρησε πάλιν διά ξηράς εις την άλλην Σικελίαν, διά να αποσπάση νέας επικουρίας· μετά την ευτυχή έκβασιν των εν ταις Επιπολαίς, πολλάς ελπίδας είχεν ότι θα εκυρίευεν ωσαύτως διά της βίας και τα τείχη των Αθηναίων.

Επειδή δ' ενόμισα ότι έδιδε πολλήν σημασίαν εις την ωραιότητά μου, εθεώρησα ως ανέλπιστον ευκαιρίαν και ευτύχημα σπάνιον δι' εμέ αποτελούν το να χαρισθώ εις τον Σωκράτη και να μάθω από το στόμα του όλα όσα ούτος εγνώριζε· διότι είχα δα πολύ μεγάλην ιδέαν διά την καλλονήν μου.

Τότε όλοι του καραβιού ήλθον και με εφίλησαν, συγχαίροντές με ομοίως και εγώ τους ευχαρίστησα· και εκείνην την ημέραν εκάμαμεν ένα κοινόν συμπόσιον με θυσίας, διά την ανέλπιστόν μου εύρεσιν και αναγνώρισιν. Έλαβα έπειτα τας πραγματείας μου, τας επούλησα εις καλήν τιμήν και πάλιν εψώνησα άλλας εκείθεν.

Η Μαργαρώ συγκεκινημένη μέχρι δακρύων με παλλομένην ταρακτικώς την καρδίαν ενηγκαλίσθη τον ανέλπιστον τούτον αδελφόν της, ον με τόσην χαράν, ώστε να την συμμερίζεται ολόκληρον το χωρίον, τον έφεραν τα καλά Χριστούγεννα, μέσα εις τας αγκάλας της, προστάτην αγαθόν της ορφανίας της, δώρον του Χριστού ανεκτίμητον.

Καθώς εζήτησε να στερεώση τα δύο μακρυά ξύλα του εργαλειού, παρατηρεί έλαμπαν και αυτά έως μέσα! — Μητέρα, ξύπνα! φωνάζει. Έλα να ιδής! Σηκώνεται η μητέρα. Τινάζουν τα ξύλα του εργαλειού και η λίρες γεμίζουν σωρός κάτω το πάτωμα. Κάτω απ' το εικόνισμα, μητέρα και κόρη αγκαλιάσθησαν και ευχαρίστησαν τον Θεόν διά την ανέλπιστον χαράν.