United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσον δ' επροχώρει η πώλησις κατά τοσούτον εσυνείθιζα, και με κατελάμβανε της επιτυχίας ο ενθουσιασμός, και μ' εκυρίευεν ο ζήλος του έργου, αμιλλώμενος δε προς τους άλλους παρ' εμέ πωλητάς επήνουν την πραγματείαν μου, και ύψωνα την φωνήν, όπως ελκύσω αγοραστάς, και ελησμόνουν την πρώτην μου περί τας κινήσεις και τας χειρονομίας συστολήν.

Εν τω μεταξύ, το πλοίον μετά του λοιπού πληρώματος, άμα τη ανατολή του ηλίου, υπήνεμον, εκ μεσημβρίας, θα έπλεεν εις τον Άγιον Σώστην, καταντικρύ του φρουρίου, και όλη η μικρά στρατιά θα εκυρίευεν εξαπίνης την πόλιν.

Πολλά δε δώρα και πολλά εκ των πολυτίμων λαφύρων, τα οποία εκυρίευεν εις τους κατά την Ασίαν αγώνας του, απέστελλε προς την μητέρα του, δεικνύων ούτως ότι ποτέ δεν έπαυεν ενθυμούμενος και αγαπών αυτήν.

Μετά δε την ανέλπιστον ταύτην επιτυχίαν, οι μεν Συρακούσιοι αναλαβόντες πάλιν θάρρος, ως και πρότερον, απέστειλαν τον Σικανόν μετά δεκαπέντε πλοίων εις τον επαναστατημένου Ακράγαντα, διά να υποτάξη την πόλιν ταύτην, εάν δυνηθή, ο δε Γύλιππος ανεχώρησε πάλιν διά ξηράς εις την άλλην Σικελίαν, διά να αποσπάση νέας επικουρίας· μετά την ευτυχή έκβασιν των εν ταις Επιπολαίς, πολλάς ελπίδας είχεν ότι θα εκυρίευεν ωσαύτως διά της βίας και τα τείχη των Αθηναίων.

Ιδού το καλλίτερον μέσον προς διασκέδασιν της μελαγχολίας, η οποία μ' εκυρίευεν. Ο περίπατος θα με απασχολήση ευαρέστως, επεσπεύδετο δε ούτω και η αναχώρησίς μου από την οικίαν, όπου συνησθανόμην ότι, και άνευ του Νίκου, απέβαινεν οχληρά η παρουσία μου.

Και εις μεν τας πόλεις των οποίων οι κάτοικοι δεικνύοντο ανδρείοι και επόθουν να διατηρήσωσι την ελευθερίαν των, ο νικητής ενέπηγε στήλας εις ας ενέγραψε το ίδιόν του όνομα, το της πατρίδος του, και ότι υπέταξεν αυτάς διά της δυνάμεώς του· εις εκείνας δε τας οποίας εκυρίευεν άνευ αντιστάσεως, ίδρυε μεν επίσης στήλας ομοίας με εκείνας των ανδρείων πόλεων, αλλ' εκτός των επιγραφών ενεχάραττε και αιδοίον γυναικός, θέλων διά τούτου να καταστήση πασίδηλον ότι οι αντίπαλοι του ήσαν άνανδροι.

Και επειδή εις την πολιτείαν εκυρίευεν ένα είδος λοιμικής νόσου απέθνησκον πολλοί· όθεν σχεδόν καθ' ημέραν εκατέβαζον ένα νεκρόν με ένα ομού ζωντανόν, μετά επτά ψωμιά και το νερόν του· εγώ με τον ίδιον τρόπο τους τα άρπαζα, έπειτα με ένα ξύλον τους έδιδα μίαν ή δύο ξυλιές εις το κεφάλι, και εκείνοι από τον φόβον τους απέθνησκον εν τω άμα.