United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το νόσημα δε τούτο υπήρξεν αφορμή των πρώτων αταξιών της πόλεως, διότι έκαστος ευκολώτερον ετόλμα εκείνα, τα οποία κρυφίως μόνον εξετέλει, βλέπων ότι δι' αιφνιδίας μεταβολής οι μεν πλούσιοι απέθνησκον εξ απροόπτου, οι δε πρότερον άποροι κατελάμβανον ευθύς τα υπάρχοντα εκείνων.

Προσέτι δεν γνωρίζετε, ότι εις την χώραν υμών εγεννήθη το C. | ωραιότατον και κάλλιστον γένος, το οποίον ποτε υπήρξε με- ταξύ των ανθρώπων· εξ αυτού και συ και πάντες οι σημερινοί πο- λίται κατάγονται, διότι διεσώθη ποτέ ολίγον σπέρμα. Αλλά υμείς δεν το εμάθετε, διότι οι σωθέντες πρόγονοι υμών απέθνησκον επί πολλάς γενεάς χωρίς να ομιλήσωσι διά γραμμάτων.

Διότι μη υπαρχουσών οικιών ηναγκάσθησαν να καταλύσουν εν καιρώ θέρους εις καλύβας πνιγηράς και τούτου ένεκα απέθνησκον πολλοί μετά μεγίστης αταξίας.

Προσήλωσεν επί του Βινικίου τους αιματοβαφείς οφθαλμούς του και εις απάντησιν εψιθύρισεν: — Αλλά συ, ενώ απέθνησκον της πείνης, με εμαστίγωσες. Επί μίαν στιγμήν και οι δύο εσιώπησαν, έπειτα με πνιγομένην φωνήν ο Βινίκιος απήντησε: — Υπήρξα άδικος, Χίλων . . .

Οι δε μετά του Κύλωνος πολιορκούμενοι πολύ υπέφερον ως εκ της ελλείψεως τροφίμων και του ύδατος. Ο μεν λοιπόν Κύλων και ο αδελφός αυτού φεύγουν κρυφίως· οι δε άλλοι, επειδή επιέζοντο, καί τινες μάλιστα απέθνησκον της πείνης, εκάθισαν ως ικέται εις τον εν τη ακροπόλει βωμόν.

Διά τούτο και ευγνωμονών προς την Θέτιδα, εξηπάτησε τον Αγαμέμνονα και του έστειλε ψευδές όνειρον ότι πολλοί εκ των Αχαιών θα απέθνησκον.

Πράγματι τα νέα ήσαν καλά. Εν πρώτοις ο Γλαύκος, ο ιατρός, εγγυάτο διά την ζωήν της Λιγείας, αν και αύτη είχε τον πυρετόν των φυλακών, εκ του οποίου απέθνησκον καθ' εκάστην εκατοντάδες ανθρώπων εις το ενδόμυχον του δεσμωτηρίου και αλλαχού.

Και πάλιν το σώμα εκείνων, οι οποίοι απέθνησκον από βίαιον θάνατον εκείνον τον καιρόν, επάθαινε τα ίδια και ολοταχώς εις ολίγας ημέρας εξηφανίζετο. Νέος Σωκράτης. Αλλά τότε, φίλε Ξένε, πώς εγεννώντο τα ζώα τότε; Και με ποίον τρόπον το έν εγεννούσε το άλλο; Ξένος.

Και το σώμα, εφ' όσον χρόνον η νόσος ευρίσκετο εις την ακμήν της, δεν εμαραίνετο, αλλ' αντείχε παρά πάσαν προσδοκίαν εις την ταλαιπωρίαν, ούτως ώστε οι πλείστοι των ασθενών διετήρουν ακόμη δύναμίν τινα ότε απέθνησκον κατά την ενάτην ή εβδόμην ημέραν καταναλισκόμενοι από τον εσωτερικόν πυρετόν· ή, εάν διέφευγον τον θάνατον κατά το τέρμα τούτο, το νόσημα κατέβαινεν εις την κοιλίαν και επροξένει εις αυτήν ισχυράν εξέλκωσιν, την οποίαν παρηκολούθει επίμονος διάρροια και ατονία, εκ της οποίας οι πολλοί κατόπιν απέθνησκον.

Εν τούτοις ο χειμών επήρχετο, χειμών σαξονικός, τοσούτω απότομος και δριμύς, ώστε και αυτοί οι κόρακες απέθνησκον της πείνης, μη δυνάμενοι να σχίσωσι τας σάρκας των πτωμάτων, απολιθωθέντων υπό του ψύχους. Οι δυστυχείς δραπέται επλανώντο ως άστεγα στρουθία επί της χιόνος, καταρώμενοι τον ηκρωτηριασμένον εκείνον σάτυρον, όστις ηνάγκασεν αυτούς να εγκαταλείψωσι την θερμήν αυτών και εύοσμον φωλεάν.