United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηκολούθησα από εκεί ένα κένταυρον, που με έφερεν εις ένα κάμπον· αλλά προτού να φθάσω εις αυτόν εχρειάσθην να περάσω πλησίον εις ένα σπήλαιον, από το οποίον είδα να βγαίνουν μεγαλώτατες φλόγες και καπνοί και ήκουσα μίαν φοβεράν βοήν σιδήρων, που εκτυπούσαν με φωνές και παράπονα, κραυγές και ουρλιάσματα φοβερώτατα.

Σήμερα, ξεχνώντας όλα αυτά θα ανεχτούμε το θάνατό σουΟι θρήνοι, η κραυγές, περνούν όλη την πολιτεία. Όλοι τρέχουνε στο παλάτι. Αλλά ο θυμός του Βασιληά είναι τέτοιος που κανείς βαρώνοςόσο δυνατός και νάναι κι' όσο αγέρωχοςδεν τολμά να πη κουβέντα για να τον μαλακώση. Η μέρα πλησιάζει. Φεύγει η νύχτα.

Τον κάμπο σκέπαζε χόρτο παχύ, αλλά, ως άκουσα να λέγουν οι βοσκοί, δεν άφηναν τα πρόβατα να βόσκουν στο υγρό μέρος, γιατί το χόρτο είχε βδέλες. Όταν φθάναμε, άκουσα παράξενες κραυγές πουλιών κιο Βασίλης μούπε πως ήσαν κολιακούδες. Τις είδα και να περνούν στον αέρα κοπάδια κιο Βασίλης μούπε: — Θες να τώςε παίξης; — Μα τσι τρώνε; — Δεν τσι τρώνε, γιατ' είνε λέει, όξυνο, το κριάς τως.

Έπειτα ανέβη κατά το Τινταγκέλ. Στο πέρασμά του, τα ελευθερωμένα παιδιά τον εχαιρέτιζαν με μεγάλες κραυγές κινώντας πράσινα κλαδιά, κι' από τα παράθυρα έβγαιναν η γυναίκες.

Και κει που μιλούσαμε, άρχισε να μου έρχεται ο πόνος, έτσι σαν από το μάκρος. Ήξερα πως θα έφτανε τέλος, πως θα έφτανε με ανακούφιση. Μα δεν μπορούσε ακόμα να νικήση τη γαλήνη, που με κυρίεψε και που τη φύλαξα ακόμα κι όταν βγήκε ο γιατρός από την κάμαρα της άρρωστης και μου είπε όλα εκείνα, που τα γνώριζα πια. Πριν όμως έρθη ο γιατρός, δυνατές κραυγές με κάμανε νανεβώ στην κρεβατοκάμαρα.

Τι άλογα και τι άτια! τι φώκες και τι φάλαινες! τι Σειρήνες και τι Μέδουσες εκλωθογύριζαν κοπαδιαστά, εβρυχώνταν και αλλάλαζαν με χίλιων λογιών σφυρίγματα, χτύπους, κραυγές, δοντοκοπήματα στο σύσκοτον εκείνο χάος και την ασάφεια. Ν' ανησυχώ άρχισα.

Κατά τα άλλα η μέρα κύλησε μες στη χαρά: χαρά αυστηρή και σχεδόν μελαγχολική για τις γυναίκες προς τις οποίες οι άντρες, διασκεδάζοντας με θόρυβο μεταξύ τους, έδειχναν κάποια αδιαφορία. Όλη την ημέρα έπαιζε το ακορντεόν συνοδευόμενο από τις φωνές των μικροπωλητών, από τις κραυγές των παιχτών της μόρα , από τα τραγούδια της παρέας ή από στίχους αυτοσχέδιων ποιητών.

Θρηνούσε πεθυμώντας τον Γκορνεβάλη, το Ρόχαλτ τον πατέρα του, και τη γη του Λοοννουά, όταν ο μακρυνός θόρυβος κυνηγιού με σάλπιγγες και κραυγές χαροποίησε ξαφνικά την ψυχή του. Στην άκρη του δάσους, ένα ωραίο ελάφι ξεπετάχτηκε. Το κοπάδι, τα λαγωνικά και οι κυνηγοί ξεχύθηκαν πίσω του με μεγάλο θόρυβο φωνών και σαλπίγγων.

Κι' από τη χλαλοήν αυτή τη μεγάλη και αφ' το πολύ το σημανταριό ξαφνισμένα τα ορνίθια ξύπναγαν στην κούρνια τους και φώναζαν κι αυτά πάρωρα. Και πίσω πίσω οι δημογέροντες του χωριού με τες κραυγές και με τα βιολιά, από ρούγα σε ρούγα κι απ' αυλόπετρα σ' αυλόπορτ' ανηφορώντας, ξύπνιζαν κ' έπαιρναν ομπροστά όσους δε δυνήθηκαν να ξυπνίσουν η καμπάνες.