Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Φέρτε το σουγιά σας να τις βγάλωμε με το χώμα ! Για κυττάξτε καλέ, είναι μια θάλασσα κόκκινη!-κι όλα τα κεφαλάκια τους μαζί !. . . Κι ο Νίκος έτρεξε και σκυμμένοι οι δυο τους, με τα κεφάλια τους μαζί σαν τις ανεμώνες, ξερρίζωναν τα λουλούδια σαν αίμα και σαν χείλια αιματωμένα απ’ τα φιλιά. Τί κόκκινα που ήταν και τα δικά τους τα χείλια-και πριν ακόμα αιματωθούν απ’ τα φιλιά!

Έπειτα έκοψε τη γλώσσα, το ρύγχος, τα νεφρά, την καρδιά, και τάλλα εντόσθια. Κυνηγοί και οδηγοί των λαγωνικών, σκυμμένοι γύρω του, τον κύτταζαν, γοητευμένοι. «Φίλε, είπεν ο αρχικυνηγός, αυτές η συνήθειες είναι ωραίες. Σε ποιον τόπο της έμαθες; Πέσε μας την πατρίδα σου και τόνομά σου. — Ωραίε άρχοντα, με λένε Τριστάνο κι' αυτές της συνήθειες της έμαθα στην πατρίδα μου, στο Λοοννουά.

— «Αχ! αδερφούλη μου, Φώτο! Εγώ σε γύρευα ανάμεσα στους ζωντανούς, και συ βρίσκεσαι ανάμεσα στους πεθαμένουςΛέγοντας αυτά ξαπλώθηκε ψηλά στο χορταριασμένο μνήμα, κλαίοντας και μύροντας, σα μικρό παιδί. Κανένας δε ζύγωσε να τον παρηγορήση, για μια τέτοια μεγάλη δυστυχία. Έκλαιγαν κι' άλλοι γύρα του σκυμμένοι σε φωτισμένα μνήματα, αλλά καθένας έκλαιγε τον πόνο του.

Καμμιά δεκαριά νομάτοι απ' έξω από τον καφενέ, άλλοι τραβώντας τον ναργιλέ τους κι' άλλοι σκυμμένοι στα τάβλια και στα χαρτιά, κουνούσαν το κεφάλι τους, σαν νάλεγαν: «Σωστά τα λέει ο Μπαρμπα-Νικόλας, μα τι βγαίνει; Έτσι τάφερε η τύχη» Ο Μπαρμπα-Νικόλας δεν τα σήκωνε τα παράξενα. «Μωρέ θα σκούζω όσο που να πεθάνω», έλεγε. Ύστερα και με το δίκηο του. Ήταν καμένος και ζεματισμένος.

Όλοι οι τεχνίται θα φύγουν από τα εργαστήρια και θ' αφήσουν τας τέχνας των, όταν βλέπουν ότι αυτοί μεν κοπιάζουν και κακοπαθούν, από πρωίας μέχρις εσπέρας σκυμμένοι εις τας εργασίας των και μόλις κατορθώνοντες να ζουν εκ του κέρδους το οποίον έχουν, ενώ οι αργοί εκείνοι και αγύρται έχουν τα πάντα άφθονα και ζητούν τυραννικώς, λαμβάνουν δε ευκόλως• και οργίζονται εάν δεν λάβουν, δεν ευχαριστούν δε ουδέ όταν λαμβάνουν.

Οι τρεις καθηγητές, σκυμμένοι τώρα στα χερόγραφά τους, διαβάζουν αχόρταγα σα να ρουφούν τ' αθάνατο νερό. Με το μολυβάκι τους σημειώνουν στο χαρτί καθετί που τους φαίνεται αξιοθύμητο. Πίσω τους στέκουν οι βιβλιοθήκες ορθές, σαν κατάδικοι πιστάγκωνα δεμένοι στους τοίχους. Απάνω στη μεσανή κάθεται σα Σφίγγα η γάτα του σπιτιού, βυθισμένη στο άγνωστο όνειρό της.

Ο ναύτης, που ήταν στη βάρκα, άφησε τα κουπιά, σήκωσε την τσέργα από τον άνθρωπο, που ήταν καβάλλα, και την έστρωσε κάτω. Κατέβηκαν και οι άλλοι από πάνω. Έπιασαν με προσοχή τον άνθρωπο, που ήταν κουβαριασμένος απάνω στο λαιμό του ψηλού ανθρώπου, και τον ακούμπησαν στη βάρκα. Τον κουκκούλωσαν με την τσέργα και κάθησαν σκυμμένοι από πάνω του.

Στη μέση το ψηλό μεγάλο τραπέζι με τ' άσπρο του μάρμαρο και τα βάζα του και τα γυαλικά του, άπλονε προς την πόρτα τρεις καθαρές βιτρίνες, που στα βάθη τους κιτρίνιζαν από την πολυκαιρία, διάφορα χημικά και φαρμακευτικά είδη, ενώ αποπίσω του ο γέρος φαρμακοποιός με τους δυο βοηθούς του αμούστακα παιδιά ακόμα, έτριβαν και ζύγιζαν κι έλιοναν και έφκιαναν γιατρικά, σκυμμένοι στις μικρές, τετράγωνες ρετσέτες.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν