United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και κράζει του πιστού συντρόφου του Αφτομέδου ναν του τα φέρει· κι' άμα αφτός του τάφερε από μέσα, τάδωκε εφτύς στον Έβμηλο που με χαρά τα πήρε. 565 Τότε απ' το πάθος βράζοντας σηκώθηκε ο Μενέλας και τον Αντίλοχο έλεγες πως ζήταε να σπαράξει. Κι' ο κράχτης τούβαλε ραβδί στο χέρι, κι' είπε σ' όλους σωπή να κάνουν.

Ο Βασιλιάς πήρε τα γάντιά του τα στολισμένα με γουναρικό. «Αυτή, σκέφτηκε μου τάφερε άλλοτε από την Ιρλανδία!. ..» Τάβαλε στα κλαδιά για να κλείση την χαραματιά από την οποία έμπαινε ο ήλιος. Έπειτα απαλά-απαλά τράβηξε το δαχτυλίδι με τα σμαράγδια που είχε δώσει στη Βασίλισσα: με πόση δυσκολία μπήκε τότε το δαχτυλίδι!

Απ' την Εφύρα 530 άλλοτες τάφερε ο Φυλιάς, απ' του Σελλή το ρέμα, και βλάμης τού τα χάρισε, ο βασιλιάς Εφήτης, που σαν κινάει για πόλεμο ναν τα φοράει μπροστήθι· όπως και τότες τούσωσαν το γιο του από το χάρο.

ΓΙΑΓΙΑ Όχι. ΓιαΤι με ρωτάς; ΥΠΕΡΕΊΉΣ Ήρθ' ένας νέος κάτου, και κατέβασε τα πράματά του από το αμάξι και τάφερε μέσα, και τώρα μας δίνει διαταγές σα να βρίσκεται στο σπίτι του. ΓΙΑΓΙΑ Περίεργο. Ποιος να είναι αυτός; Πάω να ιδώ εγώ. . . Αυτός είναι, γιαγιά μου, αυτός. Τόνε γνώρισ' αμέσως. Είναι αυτός, αυτός. ΓΙΑΓΙΑ Μα ποιος είν' επί τέλους. Δεν καταλαβαίνω.

Κι' οι σκλάβες ως να μάσουνε τις προεστές στη χώρα, αφτή στη μοσκομύριστη κατέβηκε αποθήκη, κι' εκεί είχε αφρόπλεχτα σκουτιά, των Σιδωνιτισσώνε δουλιά, π' ατός του τάφερε απ' τη Σιδώνα ο Πάρης 290 περνώντας τον πλατύ γιαλό, στο ίδιο το ταξίδι σαν έφερε και τη Λενιό την αρχοντοθρεμένη.

Καμμιά δεκαριά νομάτοι απ' έξω από τον καφενέ, άλλοι τραβώντας τον ναργιλέ τους κι' άλλοι σκυμμένοι στα τάβλια και στα χαρτιά, κουνούσαν το κεφάλι τους, σαν νάλεγαν: «Σωστά τα λέει ο Μπαρμπα-Νικόλας, μα τι βγαίνει; Έτσι τάφερε η τύχη» Ο Μπαρμπα-Νικόλας δεν τα σήκωνε τα παράξενα. «Μωρέ θα σκούζω όσο που να πεθάνω», έλεγε. Ύστερα και με το δίκηο του. Ήταν καμένος και ζεματισμένος.

Ακούγω πως στη χώρα μεγάλο θανατικό, και μια να το πάρη ταυτί της γριάς, θάλασσα, όλα. Εγώ λέω, εμείς ταδέρφια για καλό κακό ναπομείνουμε σιμά της και να μη σας συντροφέψουμε. Τραβήξτε σεις μονάχοι, κι από τάλογα ίσια στο καραβάνι. Κράλης. Και πούθε ήρθαν, Κωσταντή, αυτά τα μαύρα μαντάτα; Κωστ. Ο αγωγιάτης μας τάφερε.

Και αν πης κι' από ευγένεια στις γυναίκες, άλλο τίποτε. Σε κυττάνε στα μάτια. Έτσι τάφερε η τύχη και γύρισα σε τούτον τον καταραμένο τόποΘεός σχωρέσ' τον πατέρα μου, που τώθελε. Αν είχα μείνει στην Αθήνα, άλλη κι' άλλη θάμουνα τώρα. Τα λόγια αυτά μπήκανε στην καρδιά της Αννίτσας.