United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλά, . . και τώρα ενθυμήθης να πάρης γάντια, ευλογημένη; — Το ελησμόνησα· τι θέλεις να κάμω τώρα; — Μη χειρότερα! εψιθύρισεν ο σύζυγος, και διεβίβασε την παραγγελίαν εις τον υπηρέτην, όστις απήντησε μεν μεγαλοφώνως·Πολύ καλά, αφέντη, αμέσως! Αλλ' εψιθύρισεν όμως σιγά και ήκιστα ευσεβάστως·Μα . . . αφεντικά, αλήθεια, που όχι καλλίτερα.

Αι κυρίαι, και αι τέσσαρες κατά σειράν, λαβούσαι ανά έν κηρίον ήλθον εις το εικονοστάσιον, άφησαν τα κηρία των χωρίς να τα ανάψωσινεφόρουν χονδρά και μακρά γάντιαέκυψαν με τους πλατείς προ του μετώπου των πετάσους ν' ασπασθώσι την Αποκαθήλωσιν , αλλά δεν ημπόρεσαν ένεκα του ξηρού πίλου των, και απεχώρησαν.

Ο Βασιλιάς πήρε τα γάντιά του τα στολισμένα με γουναρικό. «Αυτή, σκέφτηκε μου τάφερε άλλοτε από την Ιρλανδία!. ..» Τάβαλε στα κλαδιά για να κλείση την χαραματιά από την οποία έμπαινε ο ήλιος. Έπειτα απαλά-απαλά τράβηξε το δαχτυλίδι με τα σμαράγδια που είχε δώσει στη Βασίλισσα: με πόση δυσκολία μπήκε τότε το δαχτυλίδι!

Τα παιδία λαβόντα έν άλλο κηρίον ετράπησαν προς το υπερώον, όπου είχον το δωμάτιόν των, ο δε πατήρ αυτών, κύψας εις την κλίμακα εφώνησε·Θοδωρή! — Ορίστε, αφέντη! — Πήγαινε να πιάσης έν αμάξι . . . μετά μισήν ώραν! — Πες του να περάση και από της Λιζιέ, να μου πάρη ένα ζευγάρι γάντια . . . επτάμισυ αριθμό, άσπρα! εφώνησεν εκ του δωματίου της η κυρία Ευφροσύνη.

Περσότερα δε θυμόμουνα, παρά μόνο μια τραχηλιά από μαύρη γούνα, ένα ζευγάρι μαύρα μακριά γάντια και το σφίξιμο ενός χεριού, που έδινε την ξαφνική και δυνατή εντύπωση ενός κάτι άγρυπνου, αληθινού και γεμάτου ειλικρίνεια. Από το εξωτερικό της δε μου έμεινε στο νου άλλο τίποτε, τόσο που έπειτ' από λίγες μέρες πέρασα κοντά της χωρίς να τη γνωρίσω.

Δυο λιοντάρια πέφτανε απάνω της και πολεμούσαν ποιο θα την πάρη. Έρριξε μια κραυγή και ξύπνησε: τα με γουναρικό στολισμένα γάντια έπεσαν ξαφνικά στο στήθος της. Με τη φωνή, σηκώνεται όρθιος ο Τριστάνος, θέλει να πάρη από χάμω το σπαθί του και στη θέσι του βλέπει το Βασιλικό σπαθί με τη χρυσή λαβή. Και η Βασίλισσα βλέπει στο δάχτυλό της το δαχτυλίδι του Μάρκου: «Άρχοντα, φωνάζει, δυστυχία μας!

Μήπως ο ναύαρχος Κριεζής;.....Ω Θεέ μου, ονειρεύομαι;.....Αλλά πώς μέσα εις τας αγωνιώδεις αυτάς σκέψεις μου έρχεται η ιδέα ότι η Αβάνα ονομάζεται και Χαβάνα διότι.....κόπτει καπνόν; Ο Χρήστος ο αράπης! Είνε δυνατόν; Μα δεν απέθανε λοιπόν; Ο Χρήστος ο αράπης με ψηλό, με γάντια, με λούσα τζέντλεμαν. Και ανακαγχάζει όταν με ακούη λέγοντα ότι ήλθα να χύσω το αίμα μου υπέρ των αδελφών Κουβαίων.

Και μίαν ημέραν ηκούσθη να του λέγη: — Λιμοκοντόρος μας γίνηκες και συ και δεν χωνεύεις τους φτωχούς ανθρώπους; Να, για να πάρης γάντια! Να, για ν' αγοράσης λουστρίνια!... Παλιόσκυλο, δεν βλέπεις τα χάλια σου, που δεν έχεις βρακί να φορέσης, μόνο μας κάνεις τον τρανό και συ!

Αλλά δεν μπορούσα να πω τίποτε ούτε να σκεφτώ τίποτε. Η ευτυχία μού ήρθε τόσο ανέλπιστα, ώστε να μην μπορώ να συνέρθω από τη φοβερή νάρκη, που με κυρίευε ακόμα. Μηχανικά έβγαλα τα γάντια μου και το επανωφόρι μου κ' έστεκα εκεί και προσπαθούσα να συνηθίσω τα μάτια μου στη λάμψη της φωτισμένης κάμαρας. — Δε θέλεις να πας μέσα να τονέ δης; Δεν κοιμάται, είπε η γυναίκα μου.

Ενδυομένη και διατάττουσα μερικά οικιακά τα όποια έπρεπε να εκτελεσθούν κατά την απουσίαν μου, ελησμόνησα να δώσω ψωμί εις τα παιδιά διά να δειπνήσουν, και δεν θέλουν να τους το κόψη κανένας άλλος παρά μόνον εγώ. — Της έκαμα κάποιο μικρό φιλοφρόνημα· ολόκληρος η ψυχή μου ανεπαύετο επί του αναστήματος του τόνου, του τρόπου της και μόλις έλαβα την ευκαιρίαν ν' αναλάβω εκ της εκπλήξεώς μου όταν έτρεξεν εις το δωμάτιον διά να πάρη τα γάντια της και το ριπίδιον.