Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


ΒΑΚΧ. Αυτά κρεμά σ' ένα πάτερο και τα θυμιάζει με το θειάφι και ρίχτει το αλάτι στη φωτιά. Την ώρα εκείνη λέγει και τα δύο ονόματα, το δικό του και το δικό σου. Έπειτα βγάζει από τον κόρφο της μία σβούρα και τη γυρίζει και συγχρόνως μουρμουρίζει βιαστικά κάτι λόγια βαρβαρικά που τ' ακούς και σηκώνεται η τρίχα σου. Με αυτά ο Φανίας εγύρισε πάλιν σ' εμένα.

Άμε στο καλό, άνθρωπε μου, φωνάζει μ' ολόφεγγο πρόσωπο η Προεστίνα, που με κάμνεις και περνούνε λογιώ λογιώ στοχασμοί από το νου μου! Δε λέω πως δε θα μας ξανάρθη η Καλλίτσα, ο Εγγλέζος όμως αυτός — — Ορίστε μας πάλε πρωί πρωί! μουρμουρίζει ο κυρ Αλεξαντράκης.

Ποιος θα τα φυλάξει; Έλληνες ελεεινοί, μήπως θα τα φυλάξετε σεις; Χωρίς πίστη, ακούω και μουρμουρίζει στ' αυτί μου μια φωνή: «Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δική μας θάναι» Ήμουν στην πλώρη και φυσούσε υγρασία στο πρόσωπό μου ο πρωινός αέρας. Κάτι Τούρκοι πίσω μου, κοίταζαν.

Ας υποθέσουμε μάλιστα, σα θέλετε, πως μπορεί άξαφνα και να μείνουνε σαν του Chenier τους στίχους. Τι κέρδισα; Τόνομά το πιο μεγάλο που μπορεί να βγη σ' έναν αιώνα μέσα, κι αφτό θα χαθή σε μια θάλασσα, που κάθε κύμα σου φωνάζει άλλα ονόματα πιο μεγάλα ή μεγάλα σαν κι αφτό. Ωκεανός μια τέτοια φιλολογία! Κι ο ίδιος ο Chenier τι είναι; Δε βροντά, μουρμουρίζει μόνο τόνομά του.

Κάποια βήματα δίπλα του τον σταματήσανε πάνω στο παραλήρημά του. — Δε μουρμουρίζει έτσι ο κόσμος, τούπε η φωνή του συντρόφου του ναύτη γραφέα. Δω πέρα όλοι, κι' εγώ ακόμα, είμαστε υποκείμενοι να τιμωρηθούμε. Στρατιώτες είμαστε. — Δε σκεφτόμουνα την τιμωρία. — Άστα, άστα... Ξέρω γω τι σου λέω.

Δεν είναι ζωή αυτή, του κάκου, μουρμουρίζει, και πετιέται πάλε απάνω να κοιτάξη την ώρα. Λαλούσαν τώρα οι πετεινοί απ' άκρη σ' άκρη του χωριού, και γλυκόφεγγε η ανατολή. Ώρες πρέπει να κοιτότανε βυθισμένος, δίχως να ξέρη κι αυτός. Τέλειωσε δεν τέλειωσε άλλο ένα τσιγάρο, και χαμογελούσε πια ροδοβαμμένος ο ουρανός, αναγάλλιαζαν πορφυρόχρυσα τα βουνά.

Ο τυφλός δε σταματούσε, ανάμεσα στο ένα παράπονο και στ’ άλλο, να μουρμουρίζει συνεχώς και είχε ένα πρόσωπο σκοτεινό, απειλητικό. Προς το βράδυ η συγκομιδή ήταν πενιχρήάφησε να ξεσπάσει η οργή του, κατηγορώντας τον Έφις ότι είχε σκοτώσει τον άλλο σύντροφο για να τον ξεφορτωθεί και να κρατήσει για τον εαυτό του τα χρήματα.

Έγινε . . . ΑΝΘΥΠΟΛ. — Ξορκισμένη να είναι, ξορκισμένη. Au revoir. Και όμως καλύτερα θα ήτανε να ξαναγύριζα αμέσως στην Αθήνα. Από τη μεσιανή θύρα μπαίνει ο Μπάρμπ- Αργύρης, αγκωμαχώντας με δυο βαλίτσες στα χέρια. Κάτι μουρμουρίζει μοναχός του, αφίνει τις βαλίτσες στο πάτωμα και σκουπίζει τον ιδρώτα του. Τις έφερες επί τέλους; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΤις έφερα, τι να κάνω.

Τι είναι το ανθρώπινον αίσθημα! Ολόκληρον το χωριό μουρμουρίζει, και ελπίζω πως η παπαδιά θα το καταλάβη, από τα βούτυρο και τα αυγά και τας λοιπάς ενδείξεις της συμπαθείας, τι πληγήν έκαμε εις τον τόπον της.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν